Η άδεια επιχείρησης αποτελεί περιουσία που προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

ΑΠΟΦΑΣΗ

Gospodăria țărănească Chiper Terenti Grigore κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας της 02.06.2020 (αρ. προσφ.71130/13)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Όρια κρατικής επέμβασης σε επιχειρηματική δραστηριότητα. Η άδεια εκμετάλλευσης λατομείου περιλαμβάνεται εννοιολογικά  στην περιουσία.

Η προσφεύγουσα εταιρεία δραστηριοποιείται στην εξόρυξη ασβεστόλιθου, χαλικιού και άμμου. Σε έρευνα που διενεργήθηκε κατ’εντολή του αρμόδιου Γενικού Εισαγγελέα, η έκθεση εμπειρογνωμόνων που συντάχθηκε περιείχε αμφισβητούμενη πληροφορία ότι είχε εξορύξει παράνομα 1.400 κ.μ. άμμο και δεν είχε εκδώσει τα απαραίτητα φορολογικά έγγραφα. Η άδεια της ανακλήθηκε.

Το Στρασβούργο επισήμανε ότι η άδεια της προσφεύγουσας εταιρείας αποτελούσε περιουσία σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και κατέληξε ότι για να δικαιολογηθεί ένα μέτρο που συνιστά έλεγχο χρήσης, πρέπει να είναι νόμιμο και να εξυπηρετεί  το «γενικό συμφέρον».

Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι η άδεια της προσφεύγουσας  εταιρείας ανακλήθηκε δυνάμει ασαφών επιστολών του Εισαγγελέα προς το τμήμα αδειών του Επιμελητηρίου που συντάχθηκαν βάσει ανακριβούς πραγματογνωμοσύνης σχετικά με συλλογή άμμου από την εταιρεία σε ποσότητα που δεν δικαιούταν και χωρίς να δηλωθεί στην φορολογική αρχή.

Επίσης το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα εγχώρια δικαστήρια δεν εξέτασαν τα βάσιμα επιχειρήματα της εταιρείας ότι δεν είχε προβεί σε καμία  υπερβάλλουσα εξόρυξη άμμου και ότι δεν είχε υποκρύψει τις ενέργειες της από την φορολογική αρχή.

Ακολούθως το ΕΔΔΑ  έκρινε ότι  η παρέμβαση στα περιουσιακά στοιχεία της προσφεύγουσας  λόγω της ανάκλησης της άδειας , δεν μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη και ότι δεν επιτεύχθηκε δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος  αφενός και του δικαιώματος της προσφεύγουσας  στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της  αφετέρου. Παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

ΣΧΟΛΙΟ – ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ

Το ΕΔΔΑ ξεκαθαρίζει ότι η άδεια λειτουργίας μιας επιχείρησης εντάσσεται στην προστατευτική εμβέλεια της προστασίας της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ). Χρήσιμη η απόφαση αυτή για την προστασία την επιχειρήσεων από τις κρατικές αυθαιρεσίες και παρεμβάσεις.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 1 ΠΠΠ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα εταιρεία Gospodăria țărănească Chiper Terenti Grigore, είναι εταιρεία που έχει συσταθεί στη Δημοκρατία της Μολδαβίας.

Η υπόθεση αφορούσε ανάκληση άδειας εκμετάλλευσης λατομείου ασβεστόλιθου, χαλικιού και άμμου.

Τον Μάρτιο του 2012, ο Γενικός Εισαγγελέας ζήτησε την έκδοση έκθεσης εμπειρογνωμόνων σχετικά με τις δραστηριότητας της προσφεύγουσας εταιρείας, για έλεγχο  κατά πόσο εξήχθησαν ορυκτά εκτός της καθορισμένης περιοχής εξόρυξης. Η έκθεση, που εκδόθηκε τον Ιούνιο 2012, διαπίστωσε ότι αυτό δεν ισχύει, αλλά συμπέρανε ότι η εταιρεία είχε αφαιρέσει παράνομα 1.400 κυβικά μέτρα άμμου.

Ο Γενικός Εισαγγελέας απευθύνθηκε στο Επιμελητήριο αδειών για να το ενημερώσει για την έκθεση, προσθέτοντας ότι η παράνομα συλλεχθείσα  άμμος δεν είχε δηλωθεί και ότι η εταιρεία δεν είχε συμπληρώσει το επίσημο φορολογικό έντυπο.

Μετά από δύο συστάσεις προς την προσφεύγουσα εταιρεία  σχετικά με παραβιάσεις του Κώδικα Εξόρυξης, το Σεπτέμβριο του 2012, το Επιμελητήριο Αδειών ανακάλεσε την άδεια της εταιρείας και προσέφυγε στα εγχώρια δικαστήρια ώστε να επικυρώσουν το μέτρο.

Κατά τη διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η προσφεύγουσα εταιρεία ισχυρίστηκε ότι οι συστάσεις που είχε λάβει ήταν ασαφείς και ότι είχαν πράγματι δηλώσει στην αρμόδια εξουσία ολόκληρη την ποσότητα άμμου που εξήχθη και είχε υποβάλει όλα τα απαραίτητα επίσημα έντυπα.

Σε αυτή τη βάση, το περιφερειακό δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του Επιμελητηρίου αδειών, επισημαίνοντας επίσης το γεγονός ότι η μόνη απόδειξη που είχε παρουσιάσει ήταν η έκθεση του Ιουνίου 2012, η οποία είχε διεξαχθεί από εμπειρογνώμονες που δεν είχαν επισκεφθεί καν το λατομείο της εταιρείας και των οποίων τα συμπεράσματα ήταν συγκεχυμένα.

Ωστόσο, το 2013 το Εφετείο  του Chişinău και το Ανώτατο Δικαστήριο αντιτάχθηκαν στην απόφαση αυτή, διατάσσοντας  την ανάκληση της άδειας της προσφεύγουσας εταιρείας για τον λόγο ότι δεν είχε συμμορφωθεί με τις προειδοποιητικές επιστολές του Επιμελητηρίου Αδειών.

Βασιζόμενη ιδίως στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου (δικαίωμα στην περιουσία) της Σύμβασης, η προσφεύγουσα εταιρεία παραπονέθηκε ότι η ανάκληση της άδειας παραβίασε τα δικαιώματα περιουσίας της και ότι οι σχετικές διαδικασίες ήταν άδικες.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Δεν αμφισβητείται μεταξύ των μερών ότι η άδεια της προσφεύγουσας εταιρείας αποτελούσε περιουσία για τους σκοπούς του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου  Πρωτοκόλλου  της Σύμβασης και ότι η ανάκληση  της αποτελούσε παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρείας για την ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του, η ανάκληση  μιας έγκυρης άδειας λειτουργίας επιχείρησης ισοδυναμεί με παρέμβαση στο δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας που κατοχυρώνεται  από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου  Πρωτοκόλλου  της Σύμβασης.

Για να δικαιολογηθεί ένα τέτοιο μέτρο που συνιστά έλεγχο χρήσης, πρέπει να είναι νόμιμο και να εξυπηρετεί το «γενικό συμφέρον». Το μέτρο πρέπει επίσης να είναι ανάλογο με τον επιδιωκόμενο στόχο.

Όσον αφορά τη νομιμότητα της παρέμβασης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το ζήτημα της πρακτικής συμμόρφωσης με το νόμο σχετίζεται στενά με το εάν η παρέμβαση ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» και επομένως εξέτασε περαιτέρω το ζήτημα.

Το Δικαστήριο  σημείωσε αρχικά ότι η βάση για τις επίσημες προειδοποιήσεις του Επιμελητηρίου Αδειών της 2.07.2012 και 02.08.2012 ήταν μια επιστολή της Γενικής Εισαγγελίας που αναφέρθηκε σε έκθεση εμπειρογνωμόνων της 01.06.2012. Η τελευταία έκθεση συντάχθηκε από διάφορους εμπειρογνώμονες που είχαν κληθεί να δώσουν απαντήσεις σε πολλές ερωτήσεις που υπέβαλε ο Γενικός Εισαγγελέας, η ουσία των οποίων  ήταν να καθοριστεί εάν η προσφεύγουσα  εταιρεία είχε εξορύξει ορυκτά έξω από την περιοχή που της είχε παραχωρηθεί με άδεια και, σε θετική απάντηση  ποια ήταν η ποσότητα και η αξία των εξορυχθέντων. Σε έκθεση της 01.06.2012, οι εμπειρογνώμονες απάντησαν ότι η προσφεύγουσα εταιρεία δεν είχε εκμεταλλευτεί καμία περιοχή εκτός αυτής που της είχε χορηγηθεί με άδεια. Παρά τη συνολική αυτή απάντηση, οι εμπειρογνώμονες ανέγραψαν ότι η προσφεύγουσα είχε συλλέξει παράνομα 1.400 κ.μ. άμμου αξίας 175.812 MDL. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση σχετικά με το πώς οι εμπειρογνώμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα 1.400 κ.μ. άμμου εξήχθησαν παράνομα ή ποια σχέση είχε αυτό το εύρημα με τις ερωτήσεις που τέθηκαν. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε τις ίδιες παρατηρήσεις σχετικά με τα πορίσματα της έκθεσης εμπειρογνωμόνων.

Το Δικαστήριο σημείωσε από τα προηγούμενα στοιχεία ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η προσφεύγουσα  είχε γνώση σχετικά με την πραγματογνωμοσύνη  που διεξήχθη κατόπιν αιτήματος της Γενικής Εισαγγελίας σχετικά με τη δραστηριότητά της ή ότι συμμετείχε με οποιονδήποτε τρόπο στον διορισμό των εμπειρογνωμόνων ή ζήτησε  να παρέχει  στους εμπειρογνώμονες έγγραφα ή πληροφορίες. Η διαπίστωση αυτή συνάδει με τη διαπίστωση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στην απόφασή του της 06.12.2012.

Με βάση την παραπάνω έκθεση εμπειρογνωμόνων, ο Γενικός Εισαγγελέας ενημέρωσε το  Επιμελητήριο  ενημερώνοντάς αυτό  για τα 1.400 κ.μ. άμμου που φέρεται ότι εξήχθησαν  παράνομα από την προσφεύγουσα  εταιρεία. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι διάδικοι ότι πριν ενημερωθεί το τμήμα αδειών, η Γενική Εισαγγελία ζήτησε από την προσφεύγουσα εταιρεία πληροφορίες σχετικά με το εάν είχε δηλώσει στην αρμόδια αρχή την επίμαχη ποσότητα άμμου ή εάν είχε συμπληρώσει τα απαιτούμενα επίσημα έντυπα.

Επομένως, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να επισημάνει ότι η προσφεύγουσα εταιρεία δεν γνώριζε για τις κατηγορίες που της αποδόθηκαν δηλαδή  ότι δεν είχε δηλώσει στην αρμόδια αρχή 1.400 κ.μ. άμμου και ότι δεν συμπλήρωσε τα απαιτούμενα επίσημα έντυπα για τη φορολογία όσον αφορά αυτή την ποσότητα άμμου.

Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα εταιρεία είχε δηλώσει στην αρμόδια αρχή ολόκληρη την ποσότητα άμμου που εξήχθη και είχε συμπληρώσει και υπέβαλε όλα τα απαραίτητα επίσημα έντυπα. Απέρριψε δε την προσφυγή του Επιμελητηρίου Αδειών για την ανάκληση της άδειας της προσφεύγουσας εταιρείας.

Το Εφετείο ακύρωσε την ανωτέρω απόφαση και τάχθηκε υπέρ του τμήματος αδειών. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, το Εφετείο αρνήθηκε να διαπιστώσει ότι η προσφεύγουσα  δεν συμμορφώθηκε με τις επίσημες προειδοποιήσεις του τμήματος αδειών της 02.07.2012 και 02.08.2012. Δεν εξέτασε κανένα από τα επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα  εταιρεία με το επιχείρημα  ότι οι προειδοποιητικές επιστολές ήταν ασαφείς, πολύ δε περισσότερο  ότι η προσφεύγουσα εταιρεία είχε δηλώσει στην αρμόδια αρχή ολόκληρη την ποσότητα άμμου που εξήχθη και είχε συμπληρώσει και υπέβαλε όλα τα απαραίτητα επίσημα έντυπα. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν αντέδρασε καθόλου στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας  εταιρείας και απέρριψε την αναίρεση της για νομικά ζητήματα με απόφαση της 26.06.2013.

Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προειδοποιητικές επιστολές της 2ας Ιουλίου και της 2ας Αυγούστου 2012 ήταν εντελώς ασαφείς για την προσφεύγουσα εταιρεία και ότι η τελευταία δεν μπορούσε να κατανοήσει από αυτές και από το κείμενο του άρθρου 39 στοιχείο β) , (γ) και (ζ) που αναφέρονται σε αυτές, ακόμη και με εξειδικευμένη συμβουλή, ότι είχε κατηγορηθεί ότι δεν είχε δηλώσει στην αρμόδια αρχή 1.400 κ.μ. άμμου και ότι δεν συμπλήρωσε τα απαιτούμενα επίσημα έντυπα για να φορολογηθεί  για την ποσότητα αυτή. Σε αντίθεση με το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το Εφετείο του Κισινάου και το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επανόρθωσαν την κατάσταση, αλλά απλώς σημείωσαν το γεγονός ότι η προσφεύγουσα εταιρεία δεν είχε συμμορφωθεί με τις προειδοποιητικές επιστολές του Επιμελητηρίου Αδειών και διέταξαν την ανάκληση της άδειάς της .

Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση στα περιουσιακά στοιχεία της προσφεύγουσας  που επακολούθησε λόγω μη συμμόρφωσης με αυτές τις ασαφείς προειδοποιητικές επιστολές δεν μπορούσε να θεωρηθεί νόμιμη και ότι δεν επιτεύχθηκε δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος  και του δικαιώματος της προσφεύγουσας  στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της .

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου).

Δίκαιη ικανοποίηση: Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες