Έλλειψη ακρόασης η άρνηση των δικαστηρίων να εξετάσουν ένσταση περί αντισυνταγματικότητας του νόμου. Σύνθεση δικαστηρίου που συμμετείχε δικαστής που δεν είχε εκλεγεί νόμιμα. Παραβίαση δίκαιης δίκης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Xero Flor w Polsce spZ o.o. κατά Πολωνίας της 07.05.2021 (αρ. προσφ.  4907/18)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα ακρόασης.  Δικαστήριο που συστάθηκε παρά το νόμο. Δίκαιη δίκη.

Η προσφεύγουσα εταιρεία που δραστηριοποιείται σε κατασκευή χλοοτάπητα άσκησε αγωγή ζητώντας αποζημίωση από το Δημόσιο λόγω καταστροφής της παραγωγής από αγριογούρουνα και ελάφια. Τα εγχώρια Δικαστήρια με αμετάκλητη απόφαση επιδίκασαν  το 60% της αιτούμενης αποζημίωσης και δεν εξέτασαν την ένσταση περί αντισυνταγματικότητας του νόμου βάσει του οποίου καθορίστηκε η αποζημίωση.

Όταν εκδικάστηκε προσφυγή στο Συνταγματικού Δικαστηρίου περί συνταγματικότητας του νόμου,  στην σύνθεσή του που εξέτασε την προσφυγή συμμετείχε δικαστής που δεν είχε εκλεγεί νόμιμα.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν απαντήσει στην ένσταση της εταιρείας περί αντισυνταγματικότητας του νόμου που καθόριζε το ύψος της αποζημίωσης. Έκρινε  ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν εκπλήρωσαν το καθήκον τους βάσει της Σύμβασης να παράσχουν αιτιολογημένες αποφάσεις, με αποτέλεσμα την παραβίαση του δικαιώματος της προσφεύγουσας εταιρείας για δίκαιη ακρόαση του άρθρου 6§1.

Ακολούθως το ΕΔΔΑ έκρινε ότι  η εκλογή και διορισμός δικαστή σε θέση που ήδη είχε καλυφθεί από προηγούμενη εκλογή και διορισμό από το αρμόδιο όργανο που όμως το Συνταγματικό Δικαστήριο αυθαίρετα είχε αρνηθεί, παραβίασε το εθνικό δίκαιο, και δεν ήταν σύμφωνο με το κράτος δικαίου και το διαχωρισμό των εξουσιών. Κατά συνέπεια έκρινε ότι η προσφεύγουσα εταιρεία είχε στερηθεί το δικαίωμά της σε «δικαστήριο που συστάθηκε από το νόμο».

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα εταιρεία «Xero Flor w Polsce sp. z o.o.»  εδρεύει στο Leszno Dolne (Πολωνία). Είναι  κορυφαία παραγωγός ρολών χλοοτάπητα (trawnik rolowany).

Η εταιρεία αυτή συμμετείχε σε δικαστικές διαμάχες για αρκετά χρόνια λόγω ζημιών που προκλήθηκε στην παραγωγή χλοοτάπητα της εταιρείας από αγριογούρουνα και ελάφια. Το 2012 άσκησε αγωγή αποζημίωσης για αστική ευθύνη του Δημοσίου για την ζημία της για το χρονικό διάστημα από το  φθινόπωρο του 2010 έως την άνοιξη του 2011. Η προσφεύγουσα της ισχυρίστηκε ότι τα μειωμένα ποσοστά αποζημίωσης για καλλιέργειες, που προβλέπονται στον νόμο περί  θήρας και στον κανονισμό του 2010 του Υπουργού Περιβάλλοντος, αφορούσαν μόνο τις ετήσιες καλλιέργειες. Υποστήριξε επίσης ότι ένας τέτοιος περιορισμός στο επίπεδο αποζημίωσης, ο οποίος προήλθε από επικουρική νομοθεσία, δεν πρέπει να εφαρμόζεται στην περίπτωσή της καθώς ήταν αντισυνταγματικός.

Ωστόσο, αναφερόμενο σε μια πραγματογνωμοσύνη που διατάχθηκε από δικαστήριο, το Περιφερειακό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο χλοοτάπητας δεν ήταν πολυετής καλλιέργεια και, εφαρμόζοντας τον Κανονισμό του 2010 για τον υπολογισμό της ζημίας, έκανε δεκτή εν μέρει μόνο την αξίωση της προσφεύγουσας εταιρείας, επιδικάζοντας της περίπου το 60% του αιτούμενου ποσού.

Το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και απέρριψε την έφεση της προσφεύγουσας εταιρείας το 2014. Στη συνέχεια, το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει την αναίρεση της εταιρείας το 2015. Τα εθνικά δικαστήρια δεν απάντησαν στις ενστάσεις αντισυνταγματικότητας της εταιρείας και δεν παρέπεμψαν με προδικαστικό ερώτημα τις ενστάσεις στο Συνταγματικό Δικαστήριο.

Τελικά η προσφεύγουσα εταιρεία υπέβαλε συνταγματική καταγγελία, επαναλαμβάνοντας τις αντιρρήσεις της ως προς τη συνταγματικότητα του νόμου και του κανονισμού, αλλά το Συνταγματικό Δικαστήριο, με πλειοψηφία  3  προς 2, αποφάσισε το 2017 ότι η καταγγελία ήταν απαράδεκτη.

Βασιζόμενη στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η προσφεύγουσα εταιρεία παραπονέθηκε για την άρνηση των δικαστηρίων να παραπέμψουν τα νομικά ζητήματα σχετικά με τη συνταγματικότητα του νόμου θήρας  και του κανονισμού του 2010 στο Συνταγματικό Δικαστήριο.

Στηριζόμενη επίσης στο άρθρο 6 § 1, η εταιρεία ισχυρίστηκε επίσης ότι η σύνθεση από πέντε δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου που εξέτασε την υπόθεσή του είχε συσταθεί κατά παράβαση του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, ο δικαστής M.M. είχε εκλεγεί από το Sejm (κατώτερο σώμα του Κοινοβουλίου), παρά το γεγονός ότι η θέση αυτή έχει ήδη συμπληρωθεί από άλλο δικαστή που εκλέχθηκε από το προηγούμενο Sejm.

Τέλος, η εταιρεία ισχυρίστηκε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία περιουσίας) της Σύμβασης επειδή δεν μπόρεσε να λάβει πλήρη αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη στην περιουσία της.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….

Δικαίωμα ακρόασης και δίκαιης δίκης (Άρθρο 6 § 1)

Η προσφεύγουσα εταιρεία ισχυρίστηκε ότι η αιτιολογία  των αποφάσεων  των τακτικών δικαστηρίων ήταν ανεπαρκής και ότι οι ενστάσεις σχετικά με τη συνταγματικότητα του νόμου θα έπρεπε να είχαν παραπεμφθεί στο Συνταγματικό Δικαστήριο.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η αιτιολογία των  αποφάσεων πρέπει να είναι επαρκής, αλλά αυτό δεν απαιτεί απαραίτητα απάντηση σε κάθε ένσταση ή ισχυρισμό. Αναγνώρισε ότι δεν υπήρχε δικαίωμα παραπομπής μιας υπόθεσης σε άλλο εθνικό δικαστήριο για την έκδοση προδικαστικής απόφασης.

Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν απαντήσει στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας εταιρείας ότι ο νόμος που εφαρμόστηκε στην περίπτωσή της, που περιόριζε το ποσό  αποζημίωσης, ήταν ασυμβίβαστος με το Σύνταγμα, παρά το ότι είχε υποβάλει την ένσταση αυτή αρκετές φορές.

Τα εθνικά δικαστήρια δεν εκπλήρωσαν το καθήκον τους βάσει της Σύμβασης να παράσχουν αιτιολογημένες αποφάσεις σχετικά με την άρνησή τους να παραπέμψουν το σχετικό νομικό ζήτημα στο Συνταγματικό Δικαστήριο, με αποτέλεσμα την παραβίαση του δικαιώματος της προσφεύγουσας εταιρείας για δίκαιη ακρόαση.

Δικαίωμα σε δικαστήριο που έχει συσταθεί από το νόμο

Το Δικαστήριο αποφάσισε καταρχάς ότι το άρθρο 6 § 1 εφαρμόζονταν στις διαδικασίες ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου και απέρριψε την σχετική αντίρρηση της κυβέρνησης.

Η προσφεύγουσα εταιρεία υποστήριξε ότι η εκλογή τον Δεκέμβριο του 2015 τριών δικαστών, συμπεριλαμβανομένου του δικαστή Μ.Μ., στο Συνταγματικό Δικαστήριο σε μια φερόμενη παράτυπη διαδικασία είχε παραβιάσει το δικαίωμά της σε δικαστήριο που έχει συσταθεί από το νόμο.

Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην απόφαση Guitsmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας, με την οποία διευκρίνισε το πεδίο εφαρμογής και τη σημασία που πρέπει να δοθεί στην έννοια του «δικαστηρίου που έχει συσταθεί από το νόμο». Το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης καθιέρωσε μια διαδικασία τριών βημάτων για το κατά πόσον οι συγκεκριμένοι διορισμοί  αποτέλεσαν παραβιάσεις της Σύμβασης: α) υπήρξε πρόδηλη παραβίαση του εσωτερικού δικαίου; β) ο διορισμός επέτρεψε στο δικαστήριο να λειτουργήσει ορθά  διατηρώντας παράλληλα το κράτος δικαίου και το διαχωρισμό των εξουσιών; γ) ποιά ήταν η αξιολόγηση των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με το διορισμό; Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο εξέτασε εάν η επίμαχη δικαστική εκλογική διαδικασία είχε ως αποτέλεσμα να στερήσει την προσφεύγουσα εταιρεία από το δικαίωμά της σε «Δικαστήριο που ιδρύθηκε από το νόμο» υπό το φως των εν λόγω τριών βημάτων.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Πρόεδρος της Πολωνίας αρνήθηκε να ορκίσει/διορίσει τρεις δικαστές που είχαν εκλεγεί νόμιμα τον Οκτώβριο του 2015 από το παλιό Sejm. Διαπίστωσε επίσης ότι το νέο Sejm είχε εκλέξει το Δεκέμβριο 2015 τρεις νέους δικαστές, συμπεριλαμβανομένου του δικαστή M.M., σε θέσεις που είχαν ήδη συμπληρωθεί. Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κανένα λόγο να διαφωνήσει με τα πορίσματα του Συνταγματικού Δικαστηρίου ότι υπήρξαν παρατυπίες που συνιστούσαν πρόδηλες παραβιάσεις του εσωτερικού δικαίου στο διορισμό αυτών των δικαστών. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι ενέργειες του νομοθέτη και του εκτελεστικού οργάνου, ιδίως η αποτυχία των αρχών να δεσμευτούν από τις σχετικές αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου, συνδέθηκε με την αμφισβήτησή τους – με σκοπό τον σφετερισμό – του ρόλου του Συνταγματικού Δικαστηρίου ως ο απόλυτος διερμηνέας του Συντάγματος και της συνταγματικότητας του νόμου.

Έκρινε, επομένως, ότι η προσφεύγουσα εταιρεία είχε στερηθεί το δικαίωμά της σε «δικαστήριο που συστάθηκε από το νόμο» λόγω των παρατυπιών στο διορισμό του δικαστή M.M. Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας εταιρείας ως προς αυτό.

Λοιπά άρθρα

Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν χρειάζεται να εκδώσει χωριστή απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Πολωνία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα εταιρεία 3.418 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

Ξεχωριστή γνώμη

Ο δικαστής Wojtyczek εξέφρασε μια εν μέρει σύμφωνη και εν μέρει αντίθετη γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες