Δημοσιογράφος χαρακτήρισε γυμνασιάρχη «νεοναζί» και «θεωρητικό της Χρυσής Αυγής». Η ποινική του καταδίκη παραβίασε την ελευθερία της έκφρασης!

ΑΠΟΦΑΣΗ

Μπαλάσκας κατά Ελλάδας της 05.11.2020 (αριθ. προσφ. 73087/17)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ελευθερία της έκφρασης και ποινική καταδίκη δημοσιογράφου λόγω καυστικού άρθρου κατά  γυμνασιάρχη.

Ο δημοσιογράφος είχε επικρίνει το διευθυντή τοπικού γυμνασίου για την ανάρτηση της άποψής του στο προσωπικό του ιστολόγιο. Ο διευθυντής είχε γράψει ότι η μαζική φοιτητική εξέγερση του 1973 ήταν «το απόλυτο ψέμα». Στο άρθρο του ο δημοσιογράφος, γράφοντας σε μια καθημερινή εφημερίδα της Λέσβου, είχε αναφερθεί στο διευθυντή χαρακτηρίζοντάς τον ως «νεοναζί» και «θεωρητικό της Χρυσής Αυγής».

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ιδίως ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν είχαν εξισορροπήσει το δικαίωμα του δημοσιογράφου στην ελευθερία έκφρασης σε σχέση με το δικαίωμα  του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που ορίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου στις περιπτώσεις αυτές.

Συγκεκριμένα, τα ελληνικά δικαστήρια δεν είχαν λάβει υπόψη το γεγονός ότι το άρθρο είχε συμβάλει στη συζήτηση ενός θέματος δημοσίου συμφέροντος, ότι ο διευθυντής ήταν δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος είχε τραβήξει τη προσοχή του κοινού λόγω των πολιτικών του απόψεων που ανάρτησε στο προσωπικό του ιστολόγιο και επομένως θα έπρεπε να επιδείξει μεγαλύτερη ανοχή στην κριτική, ενώ επίσης ο προσφεύγων είχε παραπέμψει στο παρελθόν στα δημοσιευμένα άρθρα στην ιστοσελίδα του σχετικά με την άρια  φυλή και τον εθνικοσοσιαλισμό, ως πραγματική βάση για την υποστήριξη των εκφράσεων που είχε χρησιμοποιήσει στο άρθρο του. Επιπλέον, τα δικαστήρια είχαν κρίνει το άρθρο προσβλητικό  χωρίς να λάβουν υπόψη το γενικό πλαίσιο ή τη γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε η οποία, αν και καυστική, δεν ισοδυναμούσε με καταχρηστική προσωπική επίθεση κατά του διευθυντή.

Το Στρασβούργο σημείωσε, επίσης, ότι είχε ήδη διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης σε έναν αριθμό υποθέσεων κατά της Ελλάδας λόγω της αδυναμίας των εθνικών δικαστηρίων να συμμορφωθούν με τη νομολογία του σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης όταν αυτή σταθμίζεται με την προστασία της υπόληψης και φήμης ενός ατόμου.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης (άρθρο 10), καθώς η ποινική καταδίκη του προσφεύγοντος ανερχόταν σε παρέμβαση στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης, η οποία δεν ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία». Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 1.603,58 ευρώ για αποζημίωση και 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΣΧΟΛΙΟ – ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ

Στην απόφαση αυτή κατά Ελλάδας παρουσιάζουν  ιδιαίτερο ενδιαφέρον:

α) η ρητή διαπίστωση του ΕΔΔΑ ότι τα ελληνικά δικαστήρια  σε σημαντικό αριθμό αποφάσεων  αδυνατούν να συμμορφωθούν  με την πάγια  νομολογία του σχετικά με την στάθμιση της ελευθερίας της έκφρασης σε σχέση με την προστασία της υπόληψης και φήμης ενός ατόμου, καταδικάζοντας σε ποινές φυλάκισης κατηγορουμένους για αξιολογικές τους κρίσεις που βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα γιατί τις θεωρούν ως μη αναγκαίες, και

β) η αναφορά του Δικαστηρίου του Στρασβούργου ότι δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για επιβολή ποινής φυλάκισης στο δημοσιογράφο – προσφεύγοντα, η οποία αναπόφευκτα δημιούργησε ανασταλτική επίδραση στο δημόσιο διάλογο.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Ευστράτιος Μπαλάσκας, είναι Έλληνας υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1962 και ζει στη Μυτιλήνη. Είναι δημοσιογράφος.

Στις 17 Νοεμβρίου 2013, επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου του 1973, που συνέβαλε στο τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα και τώρα γιορτάζεται ως σχολική γιορτή, ο  διευθυντής ενός γυμνασίου στη Μυτιλήνη δημοσίευσε ένα άρθρο στο προσωπικό του blog με τον τίτλο «Το απόλυτο ψέμα είναι ένα: αυτό της εξέγερσης του Πολυτεχνείο το 1973».

Ο προσφεύγων, εκείνη την εποχή ήταν αρχισυντάκτης της καθημερινής εφημερίδας  «Εμπρός» και δημοσίευσε ένα άρθρο ως αντίδραση στην ανάρτηση του διευθυντή, αναφερόμενος σε αυτόν ως «νεοναζί» και «θεωρητικού της Χρυσής Αυγής».

Μετά από έγκληση που υπέβαλε ο διευθυντής, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι οι εν λόγω εκφράσεις αποτελούσαν αξιολογικές κρίσεις και όχι γεγονότα, που σκόπιμα προσέβαλαν τη τιμή και φήμη του διευθυντή. Έτσι, κρίθηκε ένοχος για προσβολή διά του Τύπου και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης με αναστολή.

Όλες οι επακόλουθες ενέργειες και ένδικα μέσα του προσφεύγοντος ήταν ανεπιτυχείς έως το 2017. Τόσο το Εφετείο, όσο και ο Άρειος Πάγος απέρριψαν το επιχείρημά του ότι οι επίμαχες εκφράσεις ήταν εκτιμήσεις και αξιολογικές κρίσεις βασισμένες σε αρκετά αποδεικτικά στοιχεία, δηλαδή σε πολλά άρθρα στην ιστοσελίδα του διευθυντή σχετικά με τον αγώνα της άριας φυλής και τον εθνικοσοσιαλισμό και ένα μήνυμά του στο οποίο αυτός καλούσε τους Έλληνες να ψηφίσουν το ακροδεξιό πολιτικό κόμμα Χρυσή Αυγή. Τα δικαστήρια έκριναν ότι οι εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο προσφεύγων ήταν περιττές, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει πιο αξιοπρεπείς φράσεις για την άσκηση του δικαιώματός του να ενημερώνει το κοινό.

Βασιζόμενος στο άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η ποινική του καταδίκη ήταν δυσανάλογη και ότι τα δικαστήρια δεν κατάφεραν να επιτύχουν μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματός του να ενημερώσει το κοινό για ένα θέμα ιστορικής σημασίας και για το δικαίωμα του διευθυντή στην προστασία της φήμης του.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν είχαν εξισορροπήσει το δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ελευθερία της έκφρασης  σε σχέση με το δικαίωμα του διευθυντή του σχολείου στο σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής. Απλώς είχαν περιοριστεί στη διαπίστωση ότι οι επίμαχες δηλώσεις ήταν αξιολογικές κρίσεις και είχαν αμαυρώσει τη  φήμη του διευθυντή, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια που καθορίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου για την εφαρμογή μιας τέτοιας εξισορροπητικής ενέργειας.

Συγκεκριμένα, τα δικαστήρια δεν είχαν λάβει υπόψη το καθήκον του προσφεύγοντος ως δημοσιογράφου και πιο συγκεκριμένα τη διάδοση πληροφοριών σχετικά με ένα ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος και τη συμβολή του άρθρου του σε μια τέτοια συζήτηση. Τα δικαστήρια είχαν επικεντρωθεί στις εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο προσφεύγων αποκομμένα από το ευρύτερο πλαίσιο, αγνοώντας το γεγονός ότι οι απόψεις του διευθυντή ήταν ικανές να προκαλέσουν σημαντικές αντιπαραθέσεις.

Ομοίως, τα δικαστήρια δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν  το γεγονός ότι ο διευθυντής του σχολείου, ένας δημόσιος υπάλληλος, είχε προηγουμένως εκφράσει τις απόψεις του για πολιτικά θέματα μέσω του ιστολογίου του και ως εκ τούτου είχε εκθέσει πρόθυμα τον εαυτό του σε δημόσιο έλεγχο και κριτική.

Ούτε αξιολόγησαν την ύπαρξη καλής πίστης από την πλευρά του προσφεύγοντος. Τα δικαστήρια είχαν σωστά ταξινομήσει και χαρακτηρίσει τις εκφράσεις του ως αξιολογικές κρίσεις, αλλά δεν κατάφεραν να επανεξετάσουν εάν μπορούσαν να δικαιολογηθούν από μια σαφή τεκμηριωμένη βάση, παρά το γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε επισημάνει την προσοχή τους στα προηγουμένως δημοσιευθέντα άρθρα του διευθυντή.

Επιπλέον, σε αντίθεση με τα συμπεράσματα της κυβέρνησης και των εθνικών δικαστηρίων, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε την εμφανώς προσβλητική γλώσσα στα σχόλια του προσφεύγοντος. Στο δε άρθρο του, η γλώσσα που χρησιμοποίησε,  αν και καυστική που περιείχε αυστηρή κριτική, δεν θα μπορούσε συνολικά να θεωρηθεί ως μια κατάφωρη προσωπική επίθεση στο γυμνασιάρχη.

Τέλος, δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για την επιβολή ποινής φυλάκισης στην υπόθεση του προσφεύγοντος, η οποία αναπόφευκτα είχε ανασταλτική επίδραση στη δημόσια συζήτηση.

Πράγματι, το Δικαστήριο σημείωσε ότι είχε ήδη διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης σε έναν αριθμό υποθέσεων κατά της Ελλάδας λόγω της αδυναμίας των εθνικών δικαστηρίων να συμμορφωθούν με τη νομολογία του σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης όταν αυτή σταθμίζεται με την προστασία της υπόληψης και φήμης ενός ατόμου.

Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ποινική καταδίκη του προσφεύγοντος ανερχόταν σε παρέμβαση στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης, η οποία δεν ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία». Κατά συνέπεια, διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ).

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 1.603,58 ευρώ για αποζημίωση, 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη  και 1.258,60 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες