Διακρίσεις σε βάρος μαθητών εθνικών μειονοτήτων σε σχολικές εξετάσεις. Μη παραβίαση της ΕΣΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ádám κ.α. κατά Ρουμανίας της 13.10.2020 (αρ. προσφ. 81114/17 κ.α.)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Απαγόρευση των διακρίσεων και εθνικές μειονότητες στο σχολείο. Καταγγελίες από μαθητές-μέλη της ουγγρικής μειονότητας της Ρουμανίας για διάκριση εναντίον τους στις τελικές σχολικές εξετάσεις, καθώς έπρεπε να συμμετάσχουν σε περισσότερες εξετάσεις από τους Ρουμάνους (δύο ουγγρικά τεστ) μέσα σε διαδοχικές ημέρες, και ότι οι ρουμανικές εξετάσεις ήταν δύσκολες για αυτούς, καθώς δεν ήταν γηγενείς ομιλητές της ρουμανικής.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι είναι σημαντικό για τα μέλη μιας εθνικής μειονότητας να μελετούν και να γνωρίζουν την επίσημη γλώσσα του κράτους και η αντίστοιχη ανάγκη αξιολόγησης της χρήσης της μέσω εξετάσεων δεν αμφισβητήθηκε στην υπόθεση.

Ούτε ήταν ο ρόλος του να αποφασίζει ποια θέματα πρέπει να εξεταστούν ή με ποια σειρά, τα οποία συνιστούν ζητήματα τα οποία υπάγονταν στη διακριτική ευχέρεια των κρατών. Επιπλέον, οι επιπλέον εξετάσεις στις οποίες έπρεπε να υποβληθούν οι προσφεύγοντες ήταν αποτέλεσμα της δικής τους επιλογής να σπουδάσουν και στη μητρική τους γλώσσα. Ούτε το περιεχόμενο του ακαδημαϊκού προγράμματος αλλά ούτε και ο προγραμματισμός των εξετάσεων προκάλεσαν παραβίαση των δικαιωμάτων των  προσφευγόντων.

Μη παραβίαση του άρθρου 1 του 12ου Πρωτοκόλλου (γενική απαγόρευση των διακρίσεων) της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι έξι Ρουμάνοι υπήκοοι, η Katalin-Ibolya Ádám, γεννημένη το 1995 (αρ. 81114/17); Krisztián Petres, γεννημένος το 1999 (αρ. 49716/18), Ernõ Bakos, γεννημένος το 1999 (αρ. 50913/18Norbert Ambrus, γεννημένος το 1998 (αρ. 52370/18), Csaba-Lajos Forika, γεννημένος το 1999 (αρ. 54444/18) και Csaba Maxem, γεννημένος το 1998 (αρ. 54475/18).

Είναι Ούγγροι στη καταγωγή τους και παρακολούθησαν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα  στη μητρική τους γλώσσα. Για να λάβουν το απολυτήριο λυκείου έπρεπε να συμμετάσχουν σε εξετάσεις αξιολόγησης της Ρουμάνικης και Ουγγρικής γλώσσας, να υποβληθούν σε δύο επιπρόσθετες εξετάσεις σε σχέση με τους Ρουμάνους μαθητές. Κανένας προσφεύγων δεν κατάφερε να λάβει το απολυτήριο επειδή δεν πέρασαν στις εξετάσεις στη ρουμανική γλώσσα και λογοτεχνία (κα Ádám, κ. Petres, κ. Μπάκος, κ. Forika και κ. Maxem) ή στις εξετάσεις της ουγγρικής γλώσσας και λογοτεχνίας (κ. Ambrus). Επανέλαβαν τις εξετάσεις αλλά απέτυχαν και πάλι, αν και απέκτησαν την απαιτούμενη βαθμολογία στις άλλες εξετάσεις για το απολυτήριο.

Το Υπουργείο Παιδείας καθορίζει το χρονοδιάγραμμα για το απολυτήριο στην αρχή κάθε σχολικού έτους. Οι γραπτές εξετάσεις οργανώνονται για διαδοχικές ημέρες: μαθητές που εξετάζονται στην μητρική τους γλώσσα υποβάλλονται για τρεις συνεχόμενες ημέρες σε γραπτές εξετάσεις, ενώ οι μαθητές οι οποίοι δεν συμμετέχουν στην εν λόγω αξιολόγηση έχουν μια μέρα ανάπαυσης μεταξύ των εξετάσεων.

Βασιζόμενοι στο άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου (γενική απαγόρευση των διακρίσεων) της Ευρωπαϊκής  Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι είχαν υποστεί διακρίσεις λόγω του τρόπου με τον οποίο οργανώθηκαν οι εξετάσεις τους αναφορικά με το απολυτήριο λυκείου, καθώς στην ίδια σύντομη χρονική περίοδο έπρεπε να λάβουν μέρος σε δύο επιπλέον εξετάσεις σχετικά με την απόκτηση του απολυτηρίου σε σύγκριση με τους Ρουμάνους συμμαθητές του.

Επιπλέον, οι εξετάσεις που έπρεπε να συμμετάσχουν στη ρουμανική γλώσσα και λογοτεχνία ήταν πολύ δύσκολες για αυτούς.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο συνένωσε τις προσφυγές και με πλειοψηφία τεσσάρων ψήφων έναντι τριών τις κήρυξε παραδεκτές.

Οι προσφεύγοντες επανέλαβαν ότι δεν είχαν διαμαρτυρηθεί μόνο για τον προβλεπόμενο χρόνο ανάπαυσης και προετοιμασίας μεταξύ των εξετάσεων, αλλά και για το γεγονός ότι οι εξετάσεις  στη  ρουμανική  γλώσσα και λογοτεχνία ήταν πολύ δύσκολες.

Δεν αμφισβήτησαν καθ’ εαυτή τη χρησιμότητα της εκμάθησης των Ρουμανικών ή ότι εξετάστηκαν στην εν λόγω γλωσσικές εξετάσεις, ωστόσο, η εξέταση των γνώσεων τους επί ίσης βάσης με τους γηγενείς ομιλητές ήταν, κατά την άποψή τους, μια σαφής περίπτωση διάκρισης. Πράγματι, σύμφωνα με αυτούς, οι εξετάσεις της ρουμανικής γλώσσας και λογοτεχνία ήταν δύσκολες, ακόμη και για τους γηγενείς ομιλητές.

Η κυβέρνηση υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι οι μαθητές θα μπορούσαν να επιλέξουν τη γλώσσα διδασκαλίας  και δεν υπήρχε καμία υποχρέωση για έναν Ούγγρο να παρακολουθεί μαθήματα όταν η διδασκαλία γίνονταν σε αυτή τη γλώσσα. Η μεταχείριση που είχαν καταγγείλει οι προσφεύγοντες δεν συνιστούσε διάκριση.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα πρότυπα της νομολογίας που είχε αναπτύξει σχετικά με την προστασία που παρέχει το άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων) εφαρμόζονται και σε υποθέσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου.  Μεταξύ άλλων, σημείωσε ότι για τους σκοπούς του άρθρου 14, διάκριση υπάρχει όταν η μεταχείριση  «δεν έχει αντικειμενική και λογική αιτιολόγηση», δηλαδή εάν δεν επιδιώκει «νόμιμο σκοπό» ή δεν υπήρχε «εύλογη σχέση αναλογικότητας» μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του επιδιωκόμενου στόχου.

Έκρινε ότι ο ρόλος του δεν ήταν να αντικαταστήσει το κράτος για να αποφασίσει σε ποια θέματα θα εξεταστούν οι μαθητές στο απολυτήριο λυκείου ή τη σειρά και το ρυθμό διεξαγωγής των εξετάσεων. Ένα ορισμένο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας («περιθώριο εκτίμησης») έπρεπε να δίνεται στις εθνικές αρχές, οι οποίες ήταν κατ’ αρχήν σε  καλύτερη θέση από ό, τι ένα διεθνές δικαστήριο για την αξιολόγηση των τοπικών αναγκών και συνθηκών.

Ούτε η σημασία για τα μέλη μιας εθνικής μειονότητας να μελετήσουν την επίσημη γλώσσα του Κράτους και η αντίστοιχη ανάγκη αξιολόγησής τους στη γλώσσα αυτή κατά τη διάρκεια των τελικών εξετάσεων τίθενται προς αξιολόγηση στην εν λόγω υπόθεση.

Επισήμανε την αναδυόμενη διεθνή συναίνεση μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών του Συμβουλίου της Ευρώπης να αναγνωρίζονται οι ειδικές ανάγκες των μειονοτήτων και ως προς την υποχρέωση προστασίας της ασφάλειάς τους, της ταυτότητας και του τρόπου διαβίωσης.  Εξέτασε επίσης τα διάφορα μέτρα που έλαβε η Ρουμανία στον τομέα της  εκπαίδευσης των μειονοτήτων.

Παρόλο που υπήρξε οπισθοδρόμηση κατά την εφαρμογή τέτοιων μέτρων, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να συμπεράνει ότι το  περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών επέβαλε υπερβολική επιβάρυνση στους προσφεύγοντες σε αντίθεση με τους σκοπούς του άρθρου 1 του 12ου Πρωτοκόλλου της σύμβασης.

Εξετάζοντας τον τρόπο διεξαγωγής των εξετάσεων το Δικαστήριο παρατήρησε ότι μαθητές, όπως  οι προσφεύγοντες, έπρεπε να λάβουν μέρος σε δύο ακόμη εξετάσεις σε σχέση με τους συμμαθητές τους, οι οποίοι παρακολουθούσαν το πρόγραμμα στη Ρουμανική γλώσσα. Ωστόσο, αυτό αποτελούσε αναπόφευκτη συνέπεια της δικής τους επιλογής να παρακολουθούν το πρόγραμμα στα Ουγγρικά. Πράγματι, δεν υπήρχε καμία υποχρέωση από το νόμο για τους μαθητές που ανήκαν σε μειονότητα να σπουδάσουν και στη μητρική τους γλώσσα.

Επιπλέον, το χρονοδιάγραμμα για τις εξετάσεις καθορίζονταν στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς και δεν φαίνεται να διαφέρει σημαντικά από το ένα έτος στο άλλο, που σημαίνει ότι οι ενδιαφερόμενοι μαθητές είχαν επαρκή χρόνο για να  προετοιμαστούν ακαδημαϊκά και διανοητικά για τις εξετάσεις. Ούτε μπορούσε να εντοπίσει ότι το εξεταστικό πρόγραμμα  στο σύνολό του, επέβαλε υπερβολική επιβάρυνση στους προσφεύγοντες ή ότι αυτοί είχαν  κατά μέσο όρο πολύ λιγότερο χρόνο να ξεκουραστούν  από τους Ρουμάνους συνομηλίκους τους.

Διαπίστωσε ότι το ίδιο συμπέρασμα υφίστατο όταν εξετάστηκε η υποτιθέμενη ανισορροπία αποκλειστικά από την άποψη ότι οι προσφεύγοντες έπρεπε να εξεταστούν για συνεχόμενες διαδοχικές ημέρες, σε αντίθεση με τους Ρουμάνους συνομηλίκους τους, οι οποίοι είχαν μια μέρα ανάπαυσης στο μεταξύ. Δεδομένων των ιδιαίτερων περιστάσεων, το Δικαστήριο δεν ήταν πεπεισμένο ότι η ταλαιπωρία που υπέστησαν οι προσφεύγοντες ήταν τόσο σημαντική ώστε να εμπίπτει στη σφαίρα προστασίας του άρθρου 1 του 12ου πρωτοκόλλου της σύμβασης.

Το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη τα στατιστικά στοιχεία που παρείχε η κυβέρνηση, τα οποία έδειξαν ότι υπήρχαν παρόμοια ποσοστά επιτυχίας στις τελικές εξετάσεις απολυτηρίου για όλους τους μαθητές από το 2013 έως το 2018. Το Δικαστήριο δεν βρήκε κανένα στοιχείο ώστε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες είχαν στερηθεί στην πράξη της επιλογής να παρακολουθήσουν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στη μητρική τους γλώσσα ή ότι το κράτος ακολουθούσε πρόγραμμα αναγκαστικής αφομοίωσης, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες. Ούτε οι συνέπειες για τους προσφεύγοντες αναφορικά με την επιλογή της γλώσσας  σπουδών τους και η οργάνωσης του εκπαιδευτικού προγράμματος σε μειονοτική γλώσσα εκ μέρους των αρχών καθώς και οι τελικές απολυτήριες εξετάσεις, υπέβαλλαν τους προσφεύγοντες σε διαφορετική μεταχείριση και θέση αντίθετη με τους σκοπούς του άρθρου 1 του 12ου πρωτοκόλλου της Σύμβασης.

Το ΕΔΔΑ  δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του 12ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.

Μειοψηφούσα γνώμη και αντίθετη γνώμη

Οι δικαστές Kjølbro, Ranzoni και Schukking εξέφρασαν μια κοινή εν μέρει αντίθετη γνώμη, και οι δικαστές Motoc και ο Paczolay εξέφρασε αντίθετη γνώμη. Και οι δύο επισυνάπτονται στην απόφαση.

 

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες