Αστυνομικοί αποκάλεσαν ομόφυλες γυναίκες ως «άρρωστες» και «διεστραμμένες» και προέβησαν σε αδικαιολόγητες σωματικές έρευνες. Καταδίκη για εξευτελιστική μεταχείριση ΛΟΑΤ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Aghdgomelashvili και Japaridze κατά Γεωργίας της 08.10.2020 (αριθ. προσφ.7224/11)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αστυνομική βία και κοινότητα ΛΟΑΤ. Αστυνομική επιχείρηση στο γραφείο μιας οργάνωσης ΛΟΑΤ στην Τιφλίδα. Οι προσφεύγουσες, οι οποίες εργάζονταν στην οργάνωση, κατήγγειλαν ότι η αστυνομία τους είχε προσβάλει και απειλήσει, και είχαν υποστεί εξευτελιστικές σωματικές έρευνες. Πιο συγκεκριμένα οι αστυνομικοί προσέβαλαν τις παρευρισκόμενες γυναίκες, αποκαλώντας αυτές «άρρωστες», «διεστραμμένες» και απείλησαν  να αποκαλύψουν το σεξουαλικό προσανατολισμό τους στο κοινό. Γυναίκες δε αστυνομικοί προχώρησαν σε σωματική έρευνα σχεδόν όλων των γυναικών που ήταν παρούσες.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ομόφωνα, ότι υπήρξαν παραβιάσεις του άρθρου 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων) ως προς την αστυνομική κατάχρηση κατά τη διάρκεια της επιχείρησης και τη σχετική έρευνα.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το κράτος ήταν υπεύθυνο για την ομοφοβική και τρανσφοβική αστυνομική βία που είχαν υποστεί οι προσφεύγουσες και την απουσία αποτελεσματικής έρευνας σχετικά με την  εξαιρετικά ακατάλληλη συμπεριφορά των αστυνομικών.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το Δικαστήριο αποτέλεσε  το γεγονός ότι ούτε η αστυνομία, ούτε η κυβέρνηση είχαν δικαιολογήσει τις σωματικές έρευνες, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να αποφανθεί ότι ο μοναδικός σκοπός τους ήταν να φέρουν σε δύσκολη θέση τις προσφεύγουσες  λόγω του συσχετισμού τους με την κοινότητα των ΛΟΑΤ.

Το Δικαστήριο επιδίκασε σε κάθε προσφεύγουσα ποσό 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3

Άρθρο 14

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγουσες Ekaterine Aghdgomelashvili και Tinatin Japaridze, είναι υπήκοοι της Γεωργίας, οι οποίες γεννήθηκαν  το 1969 και το 1979 αντίστοιχα και ζουν στην Τιφλίδα.

Στις 15 Δεκεμβρίου 2009, περίπου 17 αστυνομικοί με πολιτικά ρούχα εισήλθαν στα γραφεία της  μη κυβερνητικής οργάνωσης ΛΟΑΤ, το Inclusive Foundation, όπου ετοιμάζονταν για μια έκθεση τέχνης. Οι αστυνομικοί ανακοίνωσαν ότι ήταν εκεί για να πραγματοποιήσουν έρευνα, χωρίς να παρουσιάσουν  ένταλμα έρευνας ή οποιαδήποτε άλλη δικαστική απόφαση.

Οι προσφεύγουσες οι οποίες και οι δύο εργάζονταν για τη ΜΚΟ, και οι συνάδελφοί τους υποστηρίζουν ότι οι αστυνομικοί, συνειδητοποιώντας ότι βρίσκονταν στις εγκαταστάσεις ενός οργανισμού LGBT, έγιναν επιθετικοί. Ένας από τους αστυνομικούς πήρε  βίαια το κινητό τηλέφωνο της πρώτης προσφεύγουσας, ενώ ένας άλλος ευχήθηκε να μπορούσε να κάψει όλο το μέρος. Οι αστυνομικοί προσέβαλαν τις παρευρισκόμενες γυναίκες, αποκαλώντας τες «άρρωστες», «διεστραμμένες» και απείλησαν  να αποκαλύψουν το σεξουαλικό προσανατολισμό τους στο κοινό.

Γυναίκες αστυνομικοί αργότερα προχώρησαν σε σωματική έρευνα σχεδόν όλων των γυναικών που ήταν παρούσες, συμπεριλαμβανομένων των προσφευγουσών.  Δεν συντάχθηκαν αρχεία σχετικά με τις σωματικές έρευνες, και όλες οι ενδιαφερόμενες γυναίκες ένιωσαν  ότι το μέτρο είχε πραγματοποιηθεί για να τις ταπεινώσει, καθώς οι αστυνομικοί δεν έψαχναν τα ρούχα τα οποία τους διέταξαν να αφαιρέσουν.

Η ποινική καταγγελία των προσφευγουσών που κατατέθηκε τον Ιανουάριο του 2010 για κακοποίηση εκ μέρους της αστυνομίας συνεχίστηκε. Δεν υπήρξε απάντηση στα αιτήματα των προσφευγουσών αναφορικά με το καθεστώς θύματος ή σχετικά με το ότι οι ερευνητικές αρχές δεν εξέτασαν τις φερόμενες ως μεροληπτικές πτυχές της συμπεριφοράς της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της επιχείρησης.

Βασιζόμενες στο άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) και στο άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων), οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι υπέστησαν από τις αστυνομικές αρχές σωματική και ψυχική κακοποίηση με σαφή ομοφοβικά και τρανσφοβικά κίνητρα, ισχυρισμοί οι οποίοι είχαν επίσης παραλειφθεί κατά τη διάρκεια της επακόλουθης αναποτελεσματικής έρευνας.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης) και άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων)

Πρώτον, το Δικαστήριο εξέτασε την καταγγελία των προσφευγουσών σχετικά με την ανεπάρκεια των Γεωργιανών ερευνητικών αρχών αναφορικά με την αστυνομική επιχείρηση. Επανέλαβε ότι, κατά τη διερεύνηση του ισχυρισμού κακομεταχείρισης, οι αρχές είχαν καθήκον να λάβουν όλα τα εύλογα μέτρα για να αποκαλύψουν πιθανά κίνητρα τα οποία εκδηλώνονται με τη μορφή διακρίσεων.

Ωστόσο, οι εγχώριες αρχές δεν είχαν κινήσει ούτε μία διερευνητική ενέργεια από τη στιγμή που οι προσφεύγουσες  είχαν υποβάλει την ποινική τους καταγγελία τον Ιανουάριο του 2010. Πράγματι, παρά τα πολυάριθμα αιτήματα, οι προσφεύγουσες δεν είχαν καν χαρακτηριστεί ως θύματα.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι τέτοια καθυστέρηση κατά τη διάρκεια της έρευνας είχε εκθέσει τις αδυναμίες των αρχών, ή την απροθυμία, να εξετάσουν το ρόλο που διαδραματίζουν τα ομοφοβικά και τα τρανσφοβικά κίνητρα στη φερόμενη κακομεταχείριση εκ μέρους των αστυνομικών αρχών, στο πλαίσιο της καλά τεκμηριωμένης εχθρότητας της Γεωργίας έναντι της  Κοινότητας ΛΟΑΤ.

Έτσι, διαπίστωσε ότι υπήρξε διαδικαστική παραβίαση του άρθρου 3 σε συνδυασμό με το Άρθρο 14.

Δεύτερον, εξέτασε το ζήτημα εάν το κράτος θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνο για τη φερόμενη αστυνομική κακοποίηση που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της επιχείρησης.

Θεώρησε ότι η εκδοχή των γεγονότων από τις προσφεύγουσες, δεν αμφισβητήθηκε από την κυβέρνηση και επιβεβαιώθηκε με σαφείς και σύμφωνες καταθέσεις μαρτύρων, και είχαν αποδειχθεί πέρα από εύλογες αμφιβολίες. Στη συνέχεια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά των αστυνομικών, με κίνητρο το ομοφοβικό και το τρανσφοβικό μίσος, ήταν εξαιρετικά ακατάλληλη. Οι αστυνομικοί όχι μόνο ταπείνωσαν και εξευτέλισαν τις προσφεύγουσες μέσω της ρητορικής μίσους, αλλά είχαν επίσης εκφέρει απειλές εναντίον τους. Ιδιαίτερη ανησυχία προκάλεσαν οι σωματικές έρευνες, για τις οποίες δεν είχε δοθεί καμία αιτιολογία, ούτε από την αστυνομία ούτε από την Κυβέρνηση, οδηγώντας το ΕΔΔΑ να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο μοναδικός σκοπός τους ήταν να ντροπιάσουν και να  τιμωρήσουν τις προσφεύγουσες για τη σύνδεσή τους με την κοινότητα των ΛΟΑΤ.

Η συμπεριφορά των αστυνομικών προκάλεσε στις προσφεύγουσες φόβο, αγωνία και ανασφάλεια, που δεν ήταν συμβατές με το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Ως εκ τούτου, υπήρξε επίσης παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 14.

Λοιπά άρθρα

Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε ανάγκη εξέτασης των καταγγελιών των προσφευγουσών βάσει των άρθρων 8 της Σύμβασης και 1 του 12ου Πρωτοκόλλου.

Άρθρο 41 (Δίκαιη ικανοποίηση)

Το Δικαστήριο επιδίκασε σε κάθε προσφεύγουσα ποσό 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες