Άρνηση των αρχών να αποδεσμεύσουν τις σορούς των θυμάτων, για διάστημα 2,5 ετών που διαρκούσε η ποινική έρευνα, προκειμένου να ταφούν. Παραβίαση θρησκευτικής ελευθερίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Aygün κατά Βελγίου της 08.11.2022 (αρ. προσφ. 28336/12)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Οι υιοί των προσφευγόντων δολοφονήθηκαν. Η ποινική έρευνα διήρκεσε 2,5 έτη και σε όλο αυτό το μακρύ χρονικό διάστημα ο ανακριτής απέρριψε τα αιτήματα των προσφευγόντων για επιστροφή των σορών των γιών τους στην Τουρκία για μουσουλμανική ταφή. Άσκησαν καταγγελία για παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας σε συνδυασμό με το δικαίωμά τους σε σεβασμό της  ιδιωτικής ζωής.

Το Στρασβούργο επισήμανε ότι στην παρούσα υπόθεση διακυβεύονταν δύο ανταγωνιστικά  δικαιώματα,  αφενός το δικαίωμα  υπεράσπισης των δύο κατηγορουμένων και, αφετέρου, το δικαίωμα των προσφευγόντων σε σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής και του δικαιώματός τους στη θρησκευτική ελευθερία. Τα δύο σύνολα δικαιωμάτων άξιζαν τον ίδιο σεβασμό.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η απόφαση του ανακριτή ορθώς ελήφθη στο αρχικό στάδιο της έρευνας, ωστόσο τόνισε ότι για να είναι συμβατή με τις εν λόγω διατάξεις οποιαδήποτε παρέμβαση έπρεπε να δικαιολογείται καθ’ όλη την μακρά  περίοδο  της έρευνας και να επανεξετάζεται αναλόγως με την πρόοδό της.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι επειδή  τα εθνικά δικαστήρια είχαν αποτραπεί να εξετάσουν την συνεχιζόμενη αναγκαιότητα της παρέμβασης στα δικαιώματα των προσφευγόντων, υπήρχε παραβίαση  των άρθρων 8 και 9 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.460 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 8,

Άρθρο 9

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Vahit και Naciye Aygün, είναι Βέλγοι υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1948 και το 1949 αντίστοιχα. Ζουν στο Meulebeke στο Βέλγιο.

Οι δύο γιοι των προσφευγόντων απεβίωσαν  από πολλαπλά τραύματα μετά από πυροβολισμό στις 8 Σεπτεμβρίου 2010. Τον Φεβρουάριο του 2014,με την περάτωση της ποινικής διαδικασίας, ένας γείτονας καταδικάστηκε σε 29 χρόνια κάθειρξη  για τη δολοφονία τους. Ένας άλλος αθωώθηκε.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας, δηλαδή μεταξύ 24 Σεπτεμβρίου 2010 και 4 Απριλίου 2013, οι προσφεύγοντες δεν είχαν το δικαίωμα να μεταφέρουν τους σωρούς  των γιων τους στην Τουρκία, τη χώρα καταγωγής τους, όπου επιθυμούσαν να τους θάψουν στον οικογενειακό τάφο σύμφωνα με τις τελετές, τις πεποιθήσεις και τις παραδόσεις τους. Ο ανακριτής απέρριψε το αίτημα των προσφευγόντων – το οποίο υπέβαλαν στις 24 Σεπτεμβρίου 2010, μετά την νεκροψία που διενεργήθηκε στους σωρούς  στις 19 Σεπτεμβρίου 2010 – με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχε βάση για τέτοιο αίτημα στο εσωτερικό δίκαιο και ότι οι ανάγκες της έρευνας απέκλειαν τη μεταφορά των σορών εκτός της χώρας. Ο ανακριτής πρόσθεσε ότι οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να θάψουν τους γιους τους σύμφωνα με τις θρησκευτικές τους  πεποιθήσεις σε ένα μουσουλμανικό νεκροταφείο στο Βέλγιο.

Οι προσφεύγοντες αμφισβήτησαν την απόφαση αυτή στα βελγικά δικαστήρια. Ειδικότερα, βασίστηκαν στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ και απέστειλαν στα δικαστήρια έγγραφο της 19ης Σεπτεμβρίου 2011 από τον εισαγγελέα του Emirdağ στην Τουρκία, δηλώνοντας ότι το αίτημα τους  που ζητήθηκε  από τις βελγικές αρχές έπρεπε να γίνει δεκτό. Ωστόσο, τα αιτήματα των  προσφευγόντων για την άρση της απαγόρευσης μεταφοράς των σορών των γιων τους κηρύχθηκε απαράδεκτο και απορρίφθηκε.

Άσκησαν προσφυγή για παραβίαση του άρθρου 8  (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και του άρθρου 9 (ελευθερία της θρησκείας) της ΕΣΔΑ.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρα 8 και 9

Το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να εξετάσει τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων βάσει των άρθρων 8 και 9 της ΕΣΔΑ. Στη συνέχεια διαπίστωσε ότι η άρνηση, καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας, να επιτρέψει στους προσφεύγοντες να κανονίσουν την κηδεία των γιων τους με τον τρόπο που θα ήθελαν, είχε εισβάλει στην ιδιωτική και οικογενειακή τους σφαίρα κατά τρόπο και σε βαθμό που ισοδυναμεί με παρέμβαση στο δικαίωμά τους στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Η άρνηση αυτή συνιστούσε επίσης παρέμβαση του δικαιώματος των προσφευγόντων στη θρησκευτική ελευθερία.

Ως προς τη νομική βάση για την παρέμβαση, το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι η απόφαση του ανακριτή ενέπιπτε στις νόμιμες αρμοδιότητές του να επιβλέπει την ποινική έρευνα. Σύμφωνα με το άρθρο 55 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, την ταυτοποίηση των δραστών, τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και λήψη μέτρων για να μπορέσουν τα δικαστήρια να κρίνουν την υπόθεση με πλήρη επίγνωση των γεγονότων. Προς τον σκοπό αυτό, το άρθρο 56 § 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εξουσιοδοτούσε  ρητά το δικαστή να χρησιμοποιήσει καταναγκασμό και να περιορίζει τα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες.

Όσον αφορά τους θεμιτούς σκοπούς της παρέμβασης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το εν λόγω μέτρο στόχευε στην πρόληψη της αταξίας ή του εγκλήματος και στην προστασία των δικαιωμάτων των άλλων, και ιδίως τα δικαιώματα υπεράσπισης των δύο κατηγορουμένων, τα οποία επίσης προστατεύονταν από τη Σύμβαση.

Ως προς το εάν η παρέμβαση ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία, το Δικαστήριο  παρατήρησε εξαρχής ότι η υπόθεση αφορούσε ανταγωνιστικά θεμελιώδη δικαιώματα: αφενός το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και τα δικαιώματα υπεράσπισης των δύο κατηγορουμένων και, αφετέρου, το δικαίωμα των προσφευγόντων στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής και του δικαιώματός τους στη θρησκευτική ελευθερία. Τα δύο σύνολα δικαιωμάτων άξιζαν τον ίδιο σεβασμό. Επιπλέον, το άρθρο 2 της Σύμβασης (δικαίωμα στη ζωή) απαιτούσε από τις αρχές να διεξάγουν έρευνα για τον θάνατο των γιων των προσφευγόντων.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι το μέτρο που έλαβε ο ανακριτής είχε βασιστεί στις  ανάγκες της έρευνας και δεν ισοδυναμούσε με την επιβολή γενικής απαγόρευσης στους προσφεύγοντες. Η ποινική έρευνα για τη δολοφονία των υιών των προσφευγόντων δεν είχε ολοκληρωθεί όπως υποστήριξαν οι προσφεύγοντες, το οποίο ήταν σαφές από την πορεία της διαδικασίας, διότι η ενοχή των δύο υπόπτων – και ειδικότερα του ενός εκ των δύο κατηγορουμένων – είχε αποτελέσει αντικείμενο έντονων συζητήσεων στην προδικασία και ακόμη και κατά τη διάρκεια της δίκης. Ωστόσο, οι προσφεύγοντες παρεμποδίστηκαν να οργανώσουν την κηδεία των υιών τους σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις για όλη τη διάρκεια της ποινικής έρευνας, η οποία είχε διαρκέσει από τις 18 Σεπτεμβρίου 2010 έως 4 Απριλίου 2013, περίοδος περίπου δυόμισι ετών. Η απόρριψη  των αιτημάτων τους από τον ανακριτή διήρκησε καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας, της οποίας η διάρκεια ήταν, τουλάχιστον, σημαντική.

Το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι δεν είχε κανένα λόγο να αμφισβητήσει την αναγκαιότητα της αρχικής απόφασης του ανακριτή από τη σκοπιά των άρθρων 8 και 9 της Σύμβασης. Ωστόσο, τόνισε ότι για να είναι συμβατή με τις εν λόγω διατάξεις οποιαδήποτε παρέμβαση έπρεπε να δικαιολογείται καθ’ όλη την περίοδο για την οποία οι προσφεύγοντες επηρεάστηκαν από αυτήν (δηλαδή στην παρούσα υπόθεση, καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας), καθώς η αναγκαιότητα παρέμβασης ενδέχεται να μειώνονταν ή να έπαυε εντελώς  με το πέρασμα του χρόνου.

Οι προσφεύγοντες στην παρούσα υπόθεση δεν είχαν πρόσβαση σε ένδικα μέσα με τα οποία να επανεκτιμηθεί η αναγκαιότητα της αρχικής άρνησης από τον ανακριτή υπό το πρίσμα της προόδου της έρευνας· όλες τις προσπάθειές τους να επιτύχουν επανεξέταση της απόφασης του ανακριτή κρίθηκαν ανεπιτυχείς.

Επιπλέον, η Κυβέρνηση δεν είχε αποδείξει ενώπιον του Δικαστηρίου ότι το εσωτερικό δίκαιο παρείχε επανεκτίμηση της αναγκαιότητας της παρέμβασης που απορρέει από την αρχική απόφαση του ανακριτή.

Λόγω της έλλειψης ενός τέτοιου ένδικου μέσου οι πρόσθετες διαβεβαιώσεις που δόθηκαν από τον εισαγγελέα του Emirdağ τον Σεπτέμβριο του 2011 δεν είχαν εξεταστεί από τον ανακριτή ή από οποιοδήποτε άλλο δικαστικό όργανο. Ομοίως, οι προσφεύγοντες δεν είχαν την δυνατότητα, να ληφθεί υπόψη η νεκροψία η οποία δεν ήταν ακόμη διαθέσιμη κατά τη στιγμή της αρχικής απόφασης του ανακριτή. Επιπλέον, δεν υπήρχε απαίτηση από τον ανακριτή να επανεκτιμήσει την αναγκαιότητα της αρχικής του απόφασης, ακόμη και όταν, όπως στην παρούσα υπόθεση, η έρευνα εκτεινόταν για πολλά χρόνια.

Επιπλέον, όταν οι προσφεύγοντες είχαν υποβάλει νέα αίτηση στον ανακριτή στις 3 Ιουλίου 2012 για να αποδεσμευτούν οι σοροί των υιών τους, δεν είχαν λάβει καμία απάντηση. Συνολικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι, λόγω της αδυναμίας των προσφευγόντων να επιτύχουν επανεξέταση της αναγκαιότητας του εν λόγω μέτρου, που ελήφθη στο αρχικό στάδιο της έρευνας, η οποία διήρκησε περίπου δυόμισι χρόνια, τα εθνικά δικαστήρια είχαν αποτραπεί να εξετάσουν την συνεχιζόμενη αναγκαιότητα της παρέμβασης στα δικαιώματα των προσφευγόντων από την οπτική των άρθρων 8 και 9 της ΕΣΔΑ. Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση αυτών των δύο άρθρων.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41) : Το Δικαστήριο έκρινε ότι το Βέλγιο έπρεπε να καταβάλει στους προσφεύγοντες 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.460,81 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες