Άρνηση νομικής αναγνώρισης της νέας ταυτότητας φύλου λόγω μη υποβολής σε χειρουργική επέμβαση! Παραβίαση της ιδιωτικής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

Csata κατά Ρουμανίας της 18.04.2023 (αρ. προσφ. 65128/19)

Βλ. Εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Άρνηση νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου της προσφεύγουσας.

Η προσφεύγουσα γεννήθηκε άντρας, ωστόσο από νεαρή ηλικία αυτοπροσδιορίστηκε ως γυναίκα. Στις 10 Οκτωβρίου 2016 υπέβαλε αίτηση στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Τιμισοάρα ζητώντας να της επιτραπεί να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου και να τροποποιήσει τα προσωπικά της στοιχεία. Στη συνέχεια απέσυρε την αίτηση γιατί δεν επιθυμούσε να υποβληθεί στην επέμβαση. Μια ιατροδικαστική ψυχιατρική έκθεση που εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017 από το Ινστιτούτο Ιατροδικαστικής Timișoara, κατόπιν αιτήματος του δικαστηρίου, διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα έπασχε από διαταραχή σεξουαλικής ταυτότητας”. Στις 19 Οκτωβρίου 2017 το Περιφερειακό Δικαστήριο της Τιμισοάρα έκανε εν μέρει δεκτό το αίτημα της προσφεύγουσας, επιτρέποντας την τροποποίηση του νόμιμου δείκτη φύλου της από αρσενικό σε θηλυκό αλλά απέρριψε τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, κρίνοντας ότι οι τροποποιήσεις του ονοματεπωνύμου και του αριθμού ταυτότητας έπρεπε να επιτευχθούν μέσω χωριστής διοικητικής διαδικασίας.

Επικαλούμενη τα άρθρα 8 και 14 της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι δεν μπόρεσε να λάβει νομική αναγνώριση του φύλου της επειδή δεν είχε υποβληθεί και δεν σκόπευε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου. Ισχυρίστηκε επίσης, με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ότι είχε υποστεί διακρίσεις.

Η Κυβέρνηση υπέβαλε μονομερή δήλωση στην οποία παραδεχόταν την παραβίαση των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 14 της Σύμβασης και προσφέρθηκε να της καταβάλει ποσό για την κάλυψη κάθε περιουσιακής και ηθικής βλάβης, ωστόσο το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της Κυβέρνησης να διαγραφεί η προσφυγή.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η άκαμπτη επιχειρηματολογία των αρχών ως προς τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας του φύλου της προσφεύγουσας, την έθεσε, για αδικαιολόγητο και συνεχές χρονικό διάστημα, σε αβέβαιη θέση στην οποία βίωσε αισθήματα ευαλωτότητας, ταπείνωσης και άγχους. Τέλος, διαπίστωσε ότι οι αρχές παρέβλεψαν τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να επιτευχθεί μεταξύ του γενικού συμφέροντος και των συμφερόντων του ατόμου.

Συνεπώς, το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8) της ΕΣΔΑ και επιδίκασε στην προσφεύγουσα 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 810 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 8,

Άρθρο 14

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα είναι διεμφυλική γυναίκα που γεννήθηκε το 1982. Αν και της αποδόθηκε αρσενικό φύλο κατά τη γέννησή της, αυτοπροσδιορίστηκε ως κορίτσι από νεαρή ηλικία- προτιμούσε να συμπεριφέρεται και να παρουσιάζεται με τον τρόπο που η κοινωνία αναμένει από τα κορίτσια. Με την εμφάνιση δευτερογενών σεξουαλικών χαρακτηριστικών κατά την εφηβεία, βίωσε έντονη αρνητική αντίδραση στο φύλο που της είχε αποδοθεί κατά τη γέννηση. Το 2013 και το 2014 διαγνώστηκε με “διαταραχή σεξουαλικής ταυτότητας” και ξεκίνησε μια ολοκληρωμένη ψυχοθεραπευτική διαδικασία και θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης. Από τότε η προσφεύγουσα ζει ως γυναίκα και αναγνωρίζεται ως τέτοια στον σημερινό της εργασιακό χώρο.

Στις 10 Οκτωβρίου 2016 υπέβαλε αίτηση στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Τιμισοάρα ζητώντας να της επιτραπεί να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου και να τροποποιήσει το νόμιμο δείκτη φύλου, το ονοματεπώνυμο και τον αριθμό ταυτότητας στα ληξιαρχικά της αρχεία. Στη συνέχεια απέσυρε την αίτηση σχετικά με την επέμβαση, καθώς δεν επιθυμούσε πλέον να υποβληθεί σε αυτήν. Μια ιατροδικαστική ψυχιατρική έκθεση που εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017 από το Ινστιτούτο Ιατροδικαστικής Timișoara, κατόπιν αιτήματος του δικαστηρίου, διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα πληρούσε “τα διαγνωστικά κριτήρια για διαταραχή σεξουαλικής ταυτότητας – τρανσεξουαλισμός” και ότι είχε “τη διανοητική ικανότητα να κατανοήσει τις συνέπειες της ταύτισης με φύλο διαφορετικό από αυτό που αναγράφεται στα ληξιαρχικά της έγγραφα”.

Στις 19 Οκτωβρίου 2017 το Περιφερειακό Δικαστήριο της Τιμισοάρα έκανε εν μέρει δεκτό το αίτημα της προσφεύγουσας, επιτρέποντας την τροποποίηση του νόμιμου δείκτη φύλου της από αρσενικό σε θηλυκό. Επικαλέστηκε τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας και το άρθρο 8 της Σύμβασης, καθώς και τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Το δικαστήριο απέρριψε τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, κρίνοντας ότι οι τροποποιήσεις του ονοματεπωνύμου και του αριθμού ταυτότητας έπρεπε να επιτευχθούν μέσω χωριστής διοικητικής διαδικασίας.

Τόσο η προσφεύγουσα όσο και οι εναγόμενες αρχές άσκησαν έφεση κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο την ανέτρεψε με οριστική απόφαση της 23ης Μαΐου 2019. Το δικαστήριο απέρριψε πλήρως την προσφυγή με την αιτιολογία ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποβληθεί και δεν σκόπευε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου. Το Επαρχιακό Δικαστήριο αιτιολόγησε ότι στόχος της προσφεύγουσας ήταν να καταχωρίσει στα ληξιαρχικά της βιβλία μια κυρίως ψυχολογική κατάσταση που αντιστοιχεί στην ταυτότητα φύλου της και η οποία αφορούσε τα χαρακτηριστικά του φύλου, που της αποδόθηκαν κατά τη γέννηση. Αυτή η “δημόσια επίδειξη μιας εσωτερικής διαταραχής” θα οδηγούσε τους τρίτους να νομίζουν ότι συναναστρέφονται με μια γυναίκα, ενώ “το πρόσωπο ήταν στην πραγματικότητα ανδρικό από βιολογική άποψη”. Οι σοβαρότερες συνέπειες θα μπορούσαν να προκύψουν σε περίπτωση γάμου ή θανάτου- η αιτούσα θα μπορούσε τελικά να παντρευτεί έναν άνδρα, παραβιάζοντας έτσι την εθνική νομοθεσία, η οποία απαγόρευε το γάμο μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών. Επιπλέον, σε περίπτωση ανάγκης ταυτοποίησης μετά θάνατον, τα “βιολογικά χαρακτηριστικά” της θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εσφαλμένο φύλο- τα δικαιώματα των πιθανών κληρονόμων και τα περιουσιακά τους στοιχεία θα παρέμεναν συνεπώς αβέβαια. Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου συντάχθηκε στις 21 Ιουνίου 2019.

Η προσφεύγουσα παραπονέθηκε βάσει των άρθρων 8 και 14 της Σύμβασης ότι δεν μπόρεσε να λάβει νομική αναγνώριση του φύλου της επειδή δεν είχε υποβληθεί και δεν σκόπευε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου. Ισχυρίστηκε επίσης, με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ότι είχε υποστεί διακρίσεις.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Μετά από ανεπιτυχείς διαπραγματεύσεις φιλικού διακανονισμού, στις 18 Φεβρουαρίου 2022 η Κυβέρνηση υπέβαλε μονομερή δήλωση στην οποία παραδεχόταν την παραβίαση των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 14 της Σύμβασης και προσφέρθηκε να της καταβάλει ποσό για την κάλυψη κάθε περιουσιακής και ηθικής βλάβης μαζί με τα έξοδα και τις δαπάνες που προέκυψαν. Ζήτησε επίσης από το Δικαστήριο να διαγράψει την προσφυγή από τον κατάλογο των υποθέσεών του.

Με επιστολή της 18ης Μαρτίου 2022, η προσφεύγουσα ζήτησε να προσδιοριστεί η ουσία των καταγγελιών της με σκοπό να λάβει την κατάλληλη επανόρθωση. Τόνισε ότι δεν είχε ακόμη λάβει νομική αναγνώριση του φύλου της και ότι μόνο μια απόφαση του Δικαστηρίου που θα διαπίστωνε παραβίαση των άρθρων 8 και 14 της ΕΣΔΑ θα της επέτρεπε να απολαμβάνει τα δικαιώματά της στη χώρα της.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να είναι σκόπιμο να διαγραφεί μια προσφυγή δυνάμει του άρθρου 37 §1 (γ) της Σύμβασης βάσει μονομερούς δήλωσης της Κυβέρνησης, ακόμη και αν ο προσφεύγων επιθυμεί τη συνέχιση της εξέτασης της υπόθεσης. Θα εξαρτηθεί, ωστόσο, από τις ιδιαίτερες περιστάσεις εάν η μονομερής δήλωση προσφέρει επαρκή βάση για να διαπιστωθεί ότι ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτά ορίζονται στη Σύμβαση, δεν απαιτεί από το Δικαστήριο να συνεχίσει την εξέταση της υπόθεσης.

Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η ισχύουσα εγχώρια νομολογία προσφέρει μια αποτελεσματική προοπτική για την απόκτηση νομικής αναγνώρισης του φύλου χωρίς την υποβολή σε χειρουργική επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η μονομερής δήλωση δεν περιέχει καμία δέσμευση της Κυβέρνησης για την επανέναρξη της διαδικασίας σε εθνικό επίπεδο. Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι η εθνική νομοθεσία προβλέπει την επανάληψη της διαδικασίας σε αστικές υποθέσεις σε περίπτωση διαπίστωσης παραβίασης της Σύμβασης από το Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, υπό αυτές τις συνθήκες, δεν αποδείχθηκε με επαρκή βεβαιότητα ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε να ζητήσει και να επιτύχει την επανάληψη της διαδικασίας στην υπόθεσή της αποκλειστικά και μόνο με βάση απόφαση διαγραφής που θα εξέδιδε το Δικαστήριο (βλ. Bocu κατά Ρουμανίας της 30.06.2020, αρ. προσφ. 58240/14, § 27).

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θεώρησε, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, ότι η μονομερής δήλωση δεν παρέχει επαρκή βάση για να συμπεράνει ότι ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτά ορίζονται στη Σύμβαση και τα πρωτόκολλά της, δεν του επιβάλλει να συνεχίσει την εξέταση της υπόθεσης. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της Κυβέρνησης να διαγραφεί η προσφυγή βάσει του άρθρου 37 της Σύμβασης και συνέχισε την εξέταση του παραδεκτού και της ουσίας της υπόθεσης.

Οι γενικές αρχές σχετικά με τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου των διεμφυλικών ατόμων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν έχουν υποβληθεί ή δεν επιθυμούν να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου, συνοψίστηκαν στην υπόθεση X και Y κατά Ρουμανίας της 19.01.2021 (αρ. προσφ. 2145/16 και 20607/16, §§106-08 και 146-48).

Στην προκειμένη περίπτωση, τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι η προσφεύγουσα ήταν τρανσέξουαλ άτομο βάσει λεπτομερών ιατρικών πληροφοριών και του τρόπου με τον οποίο παρουσιάστηκε κοινωνικά. Αρνήθηκαν να δεχθούν το αίτημά της για νομική αναγνώριση του φύλου της με την αιτιολογία ότι δεν είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα δεν επιθυμούσε να υποβληθεί σε τέτοια επέμβαση και επικαλέστηκε, επί της ουσίας, τόσο ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων όσο και ενώπιον του ΕΔΔΑ, το δικαίωμά της στην αυτοδιάθεση.

Στην υπόθεση Χ και Υ κατά Ρουμανίας (ό.π., §§ 151-157), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, μολονότι η ρουμανική εσωτερική νομοθεσία δεν κατοχύρωνε συγκεκριμένη διαδικασία σχετικά με τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, περιείχε νομική βάση για την απόφαση επί τέτοιων αιτημάτων. Μετά από ενδελεχή εξέταση της σχετικής εγχώριας νομολογίας, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ρουμανικό νομικό πλαίσιο όσον αφορά τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου δεν ήταν σαφές και προβλέψιμο κατά την εφαρμογή του.

Όσον αφορά την απαίτηση να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου προκειμένου να αναγνωριστεί νομικά το φύλο, η οποία χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει την απόρριψη των αιτήσεων της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι δέχεται πλήρως ότι η προστασία της αρχής του αναπαλλοτρίωτου της αστικής κατάστασης, η συνοχή και η αξιοπιστία των ληξιαρχικών πράξεων και, γενικότερα, η ανάγκη για ασφάλεια δικαίου εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον και δικαιολογούν την καθιέρωση αυστηρών διαδικασιών που αποσκοπούν, ιδίως, στην εξακρίβωση του υποκείμενου κινήτρου των αιτήσεων αλλαγής της νομικής ταυτότητας.

Ωστόσο, η άκαμπτη επιχειρηματολογία των αρχών έθεσε την προσφεύγουσα, για αδικαιολόγητο και συνεχές χρονικό διάστημα, σε αβέβαιη θέση στην οποία βίωσε αισθήματα ευαλωτότητας, ταπείνωσης και άγχους. Αντιμετώπισε ένα δυσεπίλυτο δίλημμα, καθώς έπρεπε είτε να υποβληθεί στην επέμβαση και να παραιτηθεί από την πλήρη άσκηση του δικαιώματός της για σεβασμό της σωματικής της ακεραιότητας είτε να παραιτηθεί από την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου της, η οποία σχετίζεται με το δικαίωμά της για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αρχές παρέβλεψαν τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να επιτευχθεί μεταξύ του γενικού συμφέροντος και των συμφερόντων του ατόμου.

Όπως έχει ήδη διαπιστωθεί στην υπόθεση Χ και Υ κατά Ρουμανίας, η εθνική νομοθεσία δεν περιέχει την απαίτηση να υποβληθεί κάποιος σε χειρουργική επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου προκειμένου να λάβει νομική αναγνώριση φύλου. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η εγχώρια νομολογία σχετικά με τη νομική αναγνώριση του φύλου είχε πλέον εξελιχθεί από το 2019, όταν κρίθηκε η υπόθεση της προσφεύγουσας, υπό την έννοια ότι τα δικαστήρια δεν απαιτούν πλέον να υποβληθεί σε τέτοια χειρουργική επέμβαση. Αυτό επιβεβαιώνει περαιτέρω ότι η υποβολή σε μια τέτοια χειρουργική επέμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί σχετική πτυχή κατά την επίτευξη δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των ανταγωνιστικών δημόσιων και ιδιωτικών συμφερόντων που διακυβεύονται.

Οι ανωτέρω σκέψεις οδήγησαν το Δικαστήριο να συμπεράνει ότι η άρνηση των εθνικών αρχών να αναγνωρίσουν νομικά την ταυτότητα φύλου της προσφεύγουσας, ελλείψει χειρουργικής επέμβασης αλλαγής φύλου, παραβίασε το δικαίωμα της προσφεύγουσας για σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής.

Συνεπώς, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

Άρθρο 14

Ο προσφεύγων επικαλέστηκε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Σύμβασης, με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφυγή ως προς αυτήν την καταγγελία είναι παραδεκτή. Ωστόσο, ενόψει της διαπίστωσής του σχετικά με το άρθρο 8,το Δικαστήριο θεώρησε περιττό να εξετάσει αν υπήρξε στην παρούσα υπόθεση παραβίαση της διάταξης αυτής.

Δίκαιη Ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 810 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες