Αποβολή δικηγόρων από δίκη λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Μη παραβίαση της δίκαιης δίκης και της ιδιωτικής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

Angerjärv και Greinoman κατά Εσθονίας της 04.10.2022 (αρ. προσφ. 16358/18 και 34964/18)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Οι προσφεύγοντες, δύο δικηγόροι, αποβλήθηκαν από διαφορετικές αστικές δικαστικές διαδικασίες στις οποίες εκπροσωπούσαν πελάτες, από τους δικαστές που εκδίκασαν τις αντίστοιχες υποθέσεις, για φερόμενη ανάρμοστη, ανεύθυνη συμπεριφορά και για παρεμπόδιση της διαδικασίας. Η αποβολή  τους οδήγησε  σε πειθαρχική δίωξη από τον Δικηγορικό Σύλλογο για να διαπιστωθεί εάν είχε διαπραχθεί πειθαρχικό παράπτωμα. Άσκησαν προσφυγή για έλλειψη ένδικου βοηθήματος να προσβάλλουν αυτή την απόφαση και για απώλεια εισοδήματος και προσβολή της φήμης τους ως δικηγόροι.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η αποβολή  των δικηγόρων δεν ήταν  ποινική τιμωρία, αλλά αποσκοπούσε  στη διασφάλιση της προόδου της διαδικασίας και εξυπηρετούσε  τον στόχο της εξασφάλισης της ορθής και ταχείας απονομής της δικαιοσύνης.

Επίσης διαπίστωσε ότι η αποβολή τους αφορούσε την συγκεκριμένη εν εξελίξει διαδικασία, και δεν επιβλήθηκε σε αυτούς πρόστιμο ή άλλη πειθαρχική κύρωση.   Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η συγκεκριμένη πειθαρχική κύρωση δεν τους έπληξε ως επαγγελματίες, γιατί είχαν τη δυνατότητα να συμβουλεύουν τους συγκεκριμένους πελάτες εκτός των δικαστικών ακροάσεων και να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε οποιουσδήποτε άλλους πιθανούς πελάτες και, ως εκ τούτου, μπορούσαν να συνεχίσουν να ασκούν το επάγγελμά τους. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το άρθρο 6§1 δεν έχει εφαρμογή και απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη.

Ακολούθως επειδή δεν στερήθηκαν το δικαίωμα τους να εκπροσωπούν άλλους πελάτες ούτε αποκλείστηκαν από την επαγγελματική τους δραστηριότητα το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η εν λόγω πειθαρχική ποινή δεν είχε υπερβεί το όριο σοβαρότητας ώστε να διαπιστωθεί παραβίαση της ιδιωτικής τους ζωής (άρθρο 8).

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6§1

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Mart Angerjärv και Maksim Greinoman, είναι δικηγόροι και Εσθονοί υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1980 και 1979 και ζουν στο Viimsi και στο Ταλίν αντίστοιχα.

Η υπόθεση αφορούσε τις προσπάθειες των προσφευγόντων να αμφισβητήσουν την αποβολή  τους σε αστική διαδικασία, στην οποία εκπροσωπούσαν τους πελάτες τους, και τον αντίκτυπο που είχε η αποβολή τους στην ιδιωτική τους ζωή. Ο κ. Angerjärv αποβλήθηκε  από μια υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου της κομητείας Harju για φερόμενη ανάρμοστη συμπεριφορά, κακή πίστη και περιφρόνηση του δικαστηρίου. Στην περίπτωση του κ. Greinoman, η αποβολή  είχε  διαταχθεί από το ίδιο δικαστήριο για φερόμενη ανευθυνότητα και για ανεντιμότητα.

Στηριζόμενοι στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής), οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν  την αδυναμία τους να αμφισβητήσουν τις αποφάσεις με τις οποίες είχαν αποβληθεί από τις δικαστικές διαδικασίες στις οποίες εκπροσωπούσαν τους πελάτες τους και  να εγείρουν  αμφιβολίες ως προς τη μεροληψία των δικαστών που τους απέβαλαν. Σημείωσαν επίσης ότι δεν ότι δεν είχαν κληθεί  πριν από την αποβολή  τους. Διαμαρτυρήθηκαν  επίσης για απώλεια κερδών και ζημία στη φήμη τους ως αποτέλεσμα της εν λόγω αποβολής.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1

Στις ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η δυνατότητα εφαρμογής της διάταξης αυτής εγείρει περίπλοκα νομικά ζητήματα που δεν μπορούσαν να επιλυθούν στο στάδιο του παραδεκτού. Ως εκ τούτου εξέτασε το ζήτημα επί της ουσίας.

(α) Εφαρμογή του ποινικού σκέλους.  Εφαρμόζοντας τα τρία κριτήρια Engel, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποβολή  των προσφευγόντων από τη διαδικασία δεν συνιστούσε ποινική κατηγορία σε βάρος τους.

Η συμπεριφορά για την οποία είχαν απομακρυνθεί δεν ήταν, από τη φύση της, ποινικό αδίκημα και δεν είχε αντιμετωπιστεί ως τέτοια σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Η αποβολή  τους βασίστηκε σε άρθρο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που δεν προέβλεπε ποινική κύρωση, αλλά προέβλεπε διάφορα μέτρα που αποσκοπούσαν στη διασφάλιση της προόδου της διαδικασίας. Οι κανόνες που επέτρεπαν σε ένα δικαστήριο να αντιδρά σε άτακτη συμπεριφορά σε διαδικασίες ενώπιόν του ήταν κοινό χαρακτηριστικό των νομικών συστημάτων των Συμβαλλόμενων Κρατών και απορρέουν από την απαραίτητη εξουσία ενός δικαστηρίου να διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία των δικών του διαδικασιών. Στην προκειμένη περίπτωση, η αποβολή των προσφευγόντων είχε εξυπηρετήσει τον εύλογο στόχο της εξασφάλισης της ορθής και ταχείας απονομής της δικαιοσύνης. Το άρθρο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, βάσει του οποίου είχαν απομακρυνθεί αφορούσε εκπροσώπους ή δικηγόρους ενός συμμετέχοντος στη διαδικασία, μιας συγκεκριμένης κατηγορίας ατόμων που λειτουργούν με μία συγκεκριμένη ιδιότητα στη δίκη και όχι ενός πληθυσμού στο σύνολό του.

Τέλος, δεδομένου ότι η αποβολή τους αφορούσε μόνο τις συγκεκριμένες επίμαχες διαδικασίες (και στην πράξη είχε περιοριστεί μόνο στον  πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας στην περίπτωση του δεύτερου προσφεύγοντος), το μέτρο δεν μπορούσε να λεχθεί ότι ήταν ιδιαίτερα αυστηρό. Τα άλλα μέτρα που προβλέπονται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δηλαδή το πρόστιμο και η κράτηση, μπορούσαν να επιβληθούν μόνο κατόπιν προηγούμενης ακρόασης και οι αποφάσεις για την επιβολή ενός από αυτά τα μέτρα υπόκεινται σε έφεση.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το άρθρο 6 § 1 ανεφάρμοστο.

(β) Εφαρμογή του αστικού σκέλους.  Υπήρχε διαφωνία σχετικά με ένα «αστικό δικαίωμα» κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1, συγκεκριμένα το δικαίωμα των προσφευγόντων  να ασκούν το επάγγελμα του δικηγόρου. Το δικαίωμα αυτό συνεπαγόταν παροχή συμβουλών, εκπροσώπησης ή υπεράσπισης πελατών τόσο εντός όσο και εκτός δικαστικών διαδικασιών. Δεν αμφισβητήθηκε ότι ένα τέτοιο δικαίωμα αναγνωρίζονταν, ως τέτοιο, βάσει του εθνικού δικαίου. Ωστόσο, το επίδικο μέτρο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνεπαγόταν τον καθορισμό του δικαιώματος αυτού.

Η αποβολή  των προσφευγόντων από τη διαδικασία δεν αποτελούσε κύρωση που είχε επιβληθεί στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας. Ήταν ένα διαδικαστικό μέτρο που μπορούσε να λάβει ο δικαστής κατά τη διάρκεια της εν εξελίξει διαδικασίας και το οποίο εξυπηρετούσε τον στόχο της διασφάλισης της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Η επακόλουθη πειθαρχική διαδικασία αφορούσε μόνο την εφαρμογή του επίδικου δικονομικού μέτρου και παρείχε κατάλληλες διαδικαστικές εγγυήσεις με δυνατότητα ενδίκου μέσου. Σε κάθε περίπτωση, όπως στην πραγματικότητα συνέβη στις υποθέσεις των προσφευγόντων, η αποβολή δεν προκαθόρισε την έκβαση της πειθαρχικής διαδικασίας.

Συνολικά, αυτό που είχε σημασία δεν ήταν απαραίτητα εάν το επίδικο μέτρο είχε επισήμως εφαρμοστεί στο πλαίσιο πειθαρχικής ή άλλης διαδικασίας, αλλά μάλλον ο αντίκτυπός του στο δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου. Στην παρούσα υπόθεση, δεν συνεπαγόταν γενική απαγόρευση εκπροσώπησης (οποιωνδήποτε) πελατών ενώπιον (όλων ή ορισμένων) δικαστηρίων από τους προσφεύγοντες, αλλά μάλλον την αποβολή τους από τις εν εξελίξει δικαστικές διαδικασίες στις οποίες εκπροσωπούσαν συγκεκριμένους πελάτες. Οι προσφεύγοντες είχαν τη δυνατότητα να συμβουλεύουν αυτούς τους συγκεκριμένους πελάτες εκτός των δικαστικών ακροάσεων και να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε οποιουσδήποτε άλλους πιθανούς πελάτες και, ως εκ τούτου, μπορούσαν να συνεχίσουν να ασκούν το επάγγελμά τους.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το άρθρο 6 § 1 δεν έχει εφαρμογή.

Άρθρο 8 (ιδιωτική ζωή)

Οι γενικές αρχές σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 8 που ορίζονται στην υπόθεση Denisov κατά Ουκρανίας [GC] ήταν σχετικές καθώς η αποβολή των προσφευγόντων από τη διαδικασία ισοδυναμούσε  με δυσμενές μέτρο που χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της επαγγελματικής ζωής ενός ατόμου. Βασίστηκε στη συμπεριφορά τους κατά την επαγγελματική τους λειτουργία και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο ακολούθησε μια προσέγγιση βασισμένη στις συνέπειες.

Οι προσφεύγοντες δεν είχαν αποκλειστεί, ούτε είχαν ανασταλεί οι επαγγελματικές τους δραστηριότητες, καθώς είχαν τη δυνατότητα να εκπροσωπήσουν πελάτες σε άλλες δικαστικές διαδικασίες – κάτι που είχαν κάνει. Στη συνέχεια, ο δεύτερος προσφεύγων έγινε δεκτός εκ νέου στη διαδικασία. Επιπλέον, δεν υποβλήθηκαν αποδειξεις που να υποδηλώνουν ότι τυχόν οικονομικές επιπτώσεις ήταν τόσο σημαντικές ώστε να συνιστούν παρέμβαση στο άρθρο 8 ούτε είχαν διατυπωθεί ισχυρισμοί σχετικά με τον αντίκτυπο της αποβολή  τους τους στο καλό όνομα και την επαγγελματική τους φήμη. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αρνητικές επιπτώσεις που είχαν τα επίμαχα μέτρα στην ιδιωτική ζωή των προσφευγόντων, ιδίως όσον αφορά τον «ιδιωτικό τους κύκλο» και τις ευκαιρίες τους να δημιουργήσουν και να αναπτύξουν σχέσεις με άλλους, δεν είχε υπερβεί το όριο σοβαρότητας ώστε να αποτελέσει παραβίαση του άρθρου 8 τηςΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη (ασυμβίβαστο ratione materiae)  ως προς το άρθρο 8 (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες