Απίστευτες παρεμβάσεις πολιτικής και δικαστικής ηγεσίας για μη εκτέλεση δικαστικής απόφασης για απόδοση ανήλικης από την Λιθουανή μητέρα στον έχοντα την επιμέλεια Γερμανό πατέρα! Έντονη καταδίκη για παραβίαση της οικογενειακής ζωής!

ΑΠΟΦΑΣΗ

Rinau κατά Λιθουανίας της 14.01.2020 (αριθ. προσφ. 10926/09)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Επιδίκαση επιμελείας ανήλικης κόρης στον πατέρα από Γερμανικά Δικαστήρια και πολιτικές και δικαστικές παρεμβάσεις στο δικαστικό σύστημα της Λιθουανίας για να αποτραπεί και καθυστερήσει  η επιστροφή του παιδιού στη Γερμανία στον πατέρα του.

Πολιτική παρέμβαση από Υπουργείο Δικαιοσύνης, πολιτική ηγεσία, κοινοβούλιο αλλά  και από Πρόεδρο Ανωτάτου Δικαστηρίου  και μεγάλες καθυστερήσεις για την επιστροφή κόρης στον πατέρα της από τη Λιθουανία στη Γερμανία. Η υπόθεση πήρε στη Λιθουανία εθνικό χαρακτήρα και έγινε συλλογική προσπάθεια ώστε να καθυστερήσει η επιστροφή του παιδιού στον γερμανό πατέρα και να μην εκτελεστεί η γερμανική δικαστική απόφαση.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ειδικότερα ότι ήταν σαφές ότι ο νομοθέτης και η εκτελεστική εξουσία είχαν επιχειρήσει να επηρεάσουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων υπέρ της μητέρας, παρά τις δικαστικές αποφάσεις υπέρ του πατέρα, οι οποίες έπρεπε να εφαρμοστούν άμεσα και γρήγορα στη Λιθουανία.

Να σημειωθεί ότι ασκήθηκαν πολλαπλές πιέσεις και απειλές στο δικηγόρο του πατέρα, στο δικαστικό επιμελητή που προσπάθησε να εκτελέσει τη δικαστική απόφαση και στον ίδιο τον πατέρα του παιδιού που δέχθηκε πολλαπλές απειλές και λεκτικές επιθέσεις όπως «γερμανικό γουρούνι», «ναζί» κ.α.

Μεταξύ άλλων παραγόντων, οι ενέργειες του Ανώτατου Δικαστηρίου και του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου οδήγησαν σε  «διαδικαστικές ιδιοτροπίες» που έρχονταν σε αντίθεση με τους στόχους των διεθνών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με την επιμέλεια τέκνων. Συνολικά, ο χρόνος που χρειάστηκαν οι λιθουανικές αρχές για την έκδοση οριστικής απόφασης αναφορικά με την υπόθεση των προσφευγόντων δεν ανταποκρίθηκε στον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης. Παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα δικαιώματα).

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες Michael Rinau, Γερμανός υπήκοος, και η κόρη του Luisa, υπήκοος της Λιθουανίας και Γερμανίας, γεννήθηκαν το 1969 και το 2005 αντίστοιχα και ζουν στο Bergfelde (Γερμανία).

Η υπόθεση αφορά την προσφυγή του πατέρα και της κόρης του  σχετικά με τη διεκπεραίωση της επιστροφής από τις λιθουανικές αρχές της ανήλικης κόρης από την μητέρα της που την κρατούσε στη Λιθουανία στη Γερμανία που ζούσε ο έχω την επιμέλεια πατέρας.

Το 2006, η πρώην σύζυγος του προσφεύγοντος, ΙΡ, υπήκοος της Λιθουανίας, πήρε την κόρη τους στην πατρίδα της για την περίοδο των διακοπών, αλλά δεν την επέστρεψε μετά από δύο εβδομάδες όπως υποσχέθηκε. Ο προσφεύγων ζήτησε και έλαβε αποφάσεις από τα Γερμανικά δικαστήρια, οι οποίες του ανέθεσαν την προσωρινή αποκλειστική επιμέλεια και διέταξαν να του επιστραφεί το παιδί. Το 2007 τα γερμανικά δικαστήρια χορήγησαν επίσης στο ζευγάρι διαζύγιο και έδωσαν στον κ. Rinau τη μόνιμη επιμέλεια της κόρης του.

Τον Οκτώβριο του 2006 ο πατέρας και πρώτος προσφεύγων ζήτησε από τα λιθουανικά δικαστήρια να επιστρέψουν την ανήλικη κόρη του, βασιζόμενος στην Σύμβαση της Χάγης για αστικά θέματα διεθνούς απαγωγής παιδιών και τον Κανονισμό των Βρυξελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε διαφορές γάμου και διαφορές σε θέματα γονικής μέριμνας. Μετά την άρνησή των εθνικών δικαστηρίων  σε πρώτο βαθμό, εκδόθηκε απόφαση υπέρ του πατέρα μετά από έφεσή του τον Μάρτιο του 2007 η οποία δεν υπόκειτο σε περαιτέρω ένδικο μέσο.

Η υπόθεση προσέλκυσε πολλά σχόλια από τα λιθουανικά ΜΜΕ και τους εγχώριους πολιτικούς, οι οποίοι ήταν επικριτικοί στην ιδέα επιστροφής του παιδιού στη Γερμανία και ισχυρίστηκαν ότι οι αρχές δεν κατάφεραν να προστατεύσουν τα δικαιώματα της μητέρας, ως πολίτη της Λιθουανίας.

Η υπόθεση αφορούσε πολλές διαδικασίες στη Λιθουανία με τις οποίες η μητέρα και ο εισαγγελέας επιθυμούσαν την επανάληψη της διαδικασίας σχετικά με την απόφαση επιστροφής του παιδιού.

Τον Οκτώβριο του 2007, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέδωσε απόφαση που αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης  του Εφετείου του Μαρτίου 2007.

Τον Απρίλιο του 2008, το Ανώτατο Δικαστήριο υπέβαλε επίσης Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΚ) σχετικά με διάφορες πτυχές του κανονισμού Βρυξέλλες II bis. Το εν λόγω Δικαστήριο αποφάνθηκε  κατ’ ουσίαν, ότι, αν τα γερμανικά δικαστήρια είχαν εκδώσει έγκυρο πιστοποιητικό για την επιστροφή του παιδιού,  όπως έπραξαν το 2007, τότε, σύμφωνα με τον κανονισμό, τα λιθουανικά δικαστήρια έπρεπε να το εκπληρώσουν.

Τον Αύγουστο του 2008, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματα του Γενικού Εισαγγελέα και της I.R. για επανάληψη της αστικής δίκης και απέρριψε αίτηση αναιρέσεως εκ μέρους της I.R., αναφερόμενο στην Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στις δύο αποφάσεις.

Ενόψει περαιτέρω καθυστερήσεων στην επιστροφή της κόρης του, ο προσφεύγων τον Οκτώβριο του 2008 πήρε την κόρη του από το παιδικό σταθμό  στη Λιθουανία και ταξίδεψε στη Λετονία, όπου κρατήθηκε στο αεροδρόμιο της Ρίγα προτού του επιτραπεί να επιστρέψει στη Γερμανία. Αρχικά αντιμετώπισε ποινική δίωξη για απαγωγή στη Λιθουανία, αλλά οι εισαγγελείς, έθεσαν στο αρχείο την υπόθεση το Νοέμβριο του 2009.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει τις καταγγελίες των προσφευγόντων βάσει του άρθρου 8 και μόνο.

Παρατήρησε ότι η βασική απόφαση του Εφετείου της Λιθουανίας, υποστηρίζοντας το δικαίωμα του προσφεύγοντος στην επιστροφή της κόρης του, αφού τα γερμανικά δικαστήρια είχαν ήδη αποφανθεί υπέρ του, είχε εκδοθεί το  Μάρτιο 2007, πέντε μήνες μετά την υποβολή του αιτήματος.

Το εν λόγω χρονικό διάστημα είχε υπερβεί το όριο των έξι εβδομάδων που καθορίζεται από τη Σύμβαση της Χάγης, και το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι τα δικαστήρια αντιμετώπισαν δύσκολες, ανταγωνιστικές απαιτήσεις. Έπρεπε να ενεργήσουν γρήγορα καθώς το παιδί κρατούνταν παρανόμως από τη μητέρα στη Λιθουανία και έπρεπε επίσης να εξετάσουν τις καταγγελίες της για κακοποίηση του παιδιού εάν επέστρεφε στον κ. Rinau.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι μέχρι τον Ιούνιο του 2007 η λήψη αποφάσεων από τα εθνικά δικαστήρια, μολονότι διήρκεσε περισσότερο χρόνο σε σύγκριση με τις διατάξεις  της σύμβασης της Χάγης, ωστόσο τα εθνικά δικαστήρια είχαν εκπληρώσει τις απαιτήσεις του άρθρου 8.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέτασε τις μεταγενέστερες εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένων των ισχυρισμών των προσφευγόντων ότι οι τοπικοί πολιτικοί παράγοντες, τόσο στο νομοθετικό σώμα, όσο και στο εκτελεστικό σώμα, προσπάθησαν να επηρεάσουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Παρατήρησε ότι υπήρξε μια αναζωπύρωση της δημόσιας, πολιτικής και θεσμικής πίεσης μετά την προσπάθεια του δικαστικού επιμελητή να εκτελέσει την εντολή επιστροφής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια δημόσια αναφορά, λεκτικές επιθέσεις κατά του προσφεύγοντος ως «γερμανικό γουρούνι» ή «ναζί» και τη διατύπωση απειλών προς αυτόν, το δικηγόρο του και το δικαστικό επιμελητή.

Το Δικαστήριο ενοχλήθηκε από αυτά που είδε ως συντονισμένες επίσημες προσπάθειες να κρατηθεί  το παιδί στη Λιθουανία, με τα μέλη του Κοινοβουλίου να αμφισβητούν ανοιχτά τη νομιμότητα των δικαστικών αποφάσεων και τον Υπουργό Δικαιοσύνης να δίνει ελπίδες στη μητέρα ότι θα ξανανοίξει η υπόθεση. Ασκήθηκαν επιπλέον πιέσεις στο δικαστικό επιμελητή, έναν ανεξάρτητο υπάλληλο, σχετικά με την εκτέλεση της απόφασης και πιέσεις στις υπηρεσίες φύλαξης παιδιών ώστε να αλλάξουν τη γνώμη τους  ότι το συμφέρον του παιδιού ήταν να επιστρέψει στη Γερμανία.

Επιπλέον, ο νόμος της Λιθουανίας είχε αλλάξει προκειμένου να επιτραπεί στην κόρη του ζευγαριού να αποκτήσει ιθαγένεια, παρά το επιχείρημα του προσφεύγοντος, σύμφωνα με το οποίο, σύμφωνα με τη γερμανική δικαστική απόφαση, ο ίδιος είχε το δικαίωμα να αποφασίσει  σχετικά με την υπηκοότητα της κόρης του. Η κυβέρνηση της Λιθουανίας είχε επίσης προβεί σε χρηματοδοτική βοήθεια  για τη συνδρομή της μητέρας στην υπόθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αναμφισβήτητο ότι οι λιθουανικές αρχές δεν είχαν εξασφαλίσει δίκαιη διαδικασία λήψης αποφάσεων για την εκτέλεση της απόφασης για την επιστροφή του παιδιού. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης την προσωπική παρέμβαση του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση  και στη συνέχεια την επακόλουθη διαδικασία του Ανώτατου Δικαστηρίου, η οποία με τη σειρά της είχε ανασταλεί εν αναμονή της έκδοσης προδικαστικής απόφασης από το ΔΕΚ. Όλα αυτά έλαβαν χώρα παρά το γεγονός ότι δεν ήταν δυνατό, σύμφωνα με το  Λιθουανικό δίκαιο να ανοίξει εκ νέου η διαδικασία για την επιστροφή παιδιού στο πλαίσιο της Σύμβασης της Χάγης.

Αυτές και άλλες «διαδικαστικές ιδιοτροπίες» είχαν αγνοήσει εντελώς τους θεμελιώδεις στόχους της Σύμβαση της Χάγης, τον κανονισμό της ΕΕ και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Ενώ ο προσφεύγων είχε μεταφέρει την κόρη του πίσω στην Γερμανία με «αυτοσχέδιο και αντισυμβατικό» τρόπο, είχε ήδη αντιμετωπίσει μακροχρόνια αναμονή και φοβόταν ότι θα επέλθουν περισσότερες καθυστερήσεις λόγω της αντίθεσης της μητέρας.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο χρόνος που χρειάστηκαν οι λιθουανικές αρχές για την έκδοση οριστικής απόφασης αναφορικά με την υπόθεση των προσφευγόντων δεν ανταποκρίθηκε στον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης.

Συνολικά, μια τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους των λιθουανικών αρχών δεν συμβάδιζε με τις απαιτήσεις από το κράτος σύμφωνα με το άρθρο 8 και υπήρξε παραβίαση της εν λόγω διάταξης όσον αφορά και τους δύο προσφεύγοντες.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Λιθουανία οφείλει να καταβάλει στους προσφεύγοντες 30.000 ευρώ από κοινού για ηθική βλάβη και 93.230 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες