Απέλαση για σεξουαλική επίθεση κατά ανηλίκου. Ανάλογο μέτρο σύμφωνα με την ΕΣΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

M.M. κατά Ελβετίας της 8.12.2020 (αριθ. 59006/18)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Σεξουαλικά αδικήματα και απέλαση. Αναλογικότητα μέτρου απέλασης. Απέλαση Ισπανού υπηκόου από την Ελβετία για περίοδο πέντε ετών μετά την επιβολή ποινής φυλάκισης 12 μηνών με αναστολή λόγω σεξουαλικής επίθεσης εναντίον ενός ανηλίκου και χρήση ναρκωτικών.

Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι τα δικαστήρια των καντονιών και το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο είχαν διενεργήσει σοβαρή αξιολόγηση της προσωπικής κατάστασης του προσφεύγοντος και των διαφόρων αντικρουόμενων συμφερόντων.

Οι προοπτικές επανένταξης του προσφεύγοντος στην κοινωνία ήταν ισχνές, ενώ η επαγγελματική δραστηριότητά του ή η  θεραπεία που έλαβε στο κέντρο πρόληψης, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υποδηλώνουν οποιαδήποτε επιθυμία ενσωμάτωσης στην Ελβετία. Οι ομοσπονδιακοί δικαστές είχαν επίσης εκτιμήσει τον κίνδυνο εκ νέου διάπραξης αδικήματος. Οι εν λόγω αρχές είχαν επομένως πολύ ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της απέλασης του προσφεύγοντος από την  Ελβετία για περιορισμένη διάρκεια. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση ήταν ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό και ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, κατά την έννοια της Σύμβασης.

Μη παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων M.M., είναι Ισπανός υπήκοος που γεννήθηκε το 1980 στην Ελβετία. Μέχρι την απέλαση του από την Ελβετία, διέθετε άδεια παραμονής. Ζει στην Ισπανία.

Στις 10 Ιανουαρίου 2018, το αρμόδιο δικαστήριο καταδίκασε τον προσφεύγοντα για σεξουαλική επίθεση εναντίον ανηλίκου σε δύο περιπτώσεις και κατανάλωσης ναρκωτικών. Το δικαστήριο επέβαλε πρόστιμο και ποινή φυλάκισης 12 μηνών, με αναστολή επί τριετία, υπό την προϋπόθεση ότι θα λάμβανε θεραπεία σε κέντρο πρόληψης και ότι θα προσπαθούσε να βρει επαγγελματική δραστηριότητα. Το δικαστήριο δεν διέταξε την απέλαση του προσφεύγοντος ή τον αποκλεισμό του από την Ελβετία.

Με απόφαση της 12ης Ιουνίου 2018, το Εφετείο του Καντονιού δέχτηκε έφεση του Εισαγγελέα και τροποποίησε την πρωτοβάθμια απόφαση, διατάσσοντας την απέλαση του προσφεύγοντος από την Ελβετία για περίοδο πέντε ετών.

Το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση του προσφεύγοντος κατά της απόφασης με την οποία διατάχθηκε η  απέλαση.

Με έγγραφο της 14ης Νοεμβρίου 2018, η αρχή μετανάστευσης του Καντονίου έθεσε προθεσμία για την απέλαση του προσφεύγοντος-η προθεσμία έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 2018.

Στα μέσα Ιουλίου 2019, κατά τη λήξη των εποπτικών μέτρων (κοινωνική πρόνοια, επαγγελματική βοήθεια και παροχή θεραπείας) που του είχε επιβληθεί, ο προσφεύγων έφυγε από την Ελβετία για την Ισπανία.

Βασιζόμενος στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι οι αποφάσεις απέλασης και αποκλεισμού που του επιβλήθηκαν μετά την ποινική καταδίκη του συνιστούσαν δυσανάλογη παρέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι εάν ένας μετανάστης είχε περάσει όλη του τη ζωή στη χώρα υποδοχής απαιτούνταν πολύ σοβαροί λόγοι για να δικαιολογήσουν την απέλασή του. Η εκτίμηση και αξιολόγηση των σχετικών γεγονότων έπρεπε να είναι “αποδεκτή”.

Το Δικαστήριο επισήμανε εξαρχής ότι, όσον αφορά την απέλαση αλλοδαπών εγκληματιών, το άρθρο 66Α του ελβετικού ποινικού κώδικα δεν επέβαλε αυτόματη απέλαση σε ξένους παραβάτες που είχαν καταδικασθεί για αδικήματα χωρίς δικαστικό έλεγχο της αναλογικότητας του μέτρου. Επισήμανε επίσης ότι τα δικαστήρια έπρεπε να λαμβάνουν υπόψη, σταθμίζοντας τα εμπλεκόμενα συμφέροντα, την «ιδιαίτερη κατάσταση» του αλλοδαπού που γεννήθηκε ή μεγάλωσε στην Ελβετία». Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο προσφεύγων είχε περάσει όλη του τη ζωή στην Ελβετία. Έπρεπε να εξακριβώσει εάν τα εγχώρια δικαστήρια είχαν προβάλει πολύ σοβαρούς λόγους για να δικαιολογήσουν την απέλαση του.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι τα εν λόγω αδικήματα ήταν σοβαρά, ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει σεξουαλική επίθεση εναντίον ανηλίκου, και ότι είχε παραβιάσει πολύ σοβαρά την ασφάλεια και τη δημόσια τάξη στην Ελβετία. 

Το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι ο προσφεύγων είχε επιδείξει περιφρόνηση για την Ελβετική έννομη τάξη, σημειώνοντας ότι είχε καταδικαστεί σε τρεις προηγούμενες περιπτώσεις. Οι ομοσπονδιακοί δικαστές είχαν επίσης εκτιμήσει τον κίνδυνο εκ νέου διάπραξης αδικήματος, λαμβάνοντας υπόψη το ενδιαφέρον του προσφεύγοντος για κορίτσια σε προεφηβική ηλικία, όπως ήταν σαφές, ιδίως, από τις πολλές φωτογραφίες κοριτσιών ηλικίας μεταξύ δέκα και 12 ετών οι οποίες βρέθηκαν στο τηλέφωνό του, και τις αναζητήσεις στο διαδίκτυο παιδεραστικής φύσης. 

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε συμπεριφερθεί αρκετά καλά από τότε που διέπραξε το αδίκημα. Μια έκθεση που συντάχθηκε από το Συμβούλιο Ποινών  ανέφερε ότι ο προσφεύγων παρακολούθησε τις προγραμματισμένες συνεντεύξεις, ενδιαφερόταν για την επαγγελματική εξέλιξη, επισκέπτονταν τακτικά το κέντρο πρόληψης και φάνηκε να ωφελείται από μία εποπτική δομή που του επέτρεπε να αναπτυχθεί με θετικό τρόπο, αν και  απαιτούνταν ακόμη περισσότερες προσπάθειες.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα στοιχεία, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο είχε ωστόσο διαπιστώσει ότι οι προοπτικές επανένταξης του προσφεύγοντος στην κοινωνία ήταν ισχνές. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο σημείωσε το πόρισμα των ομοσπονδιακών δικαστών ότι η επαγγελματική δραστηριότητα ή η  θεραπεία που έλαβε στο κέντρο πρόληψης δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υποδηλώνουν οποιαδήποτε επιθυμία ενσωμάτωσης στην Ελβετία.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι ο προσφεύγων δεν είχε ποτέ προβάλει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ιατρικά ζητήματα που θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει την απέλαση του από την Ελβετία.

Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι τα δικαστήρια και το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο είχαν πραγματοποιήσει σοβαρή αξιολόγηση της προσωπικής κατάστασης του προσφεύγοντος και των διαφόρων συμφερόντων που διακυβεύονταν.  Οι αρχές αυτές είχαν επομένως πολύ ισχυρά επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν την απέλαση του προσφεύγοντος από την  Ελβετία για περιορισμένη διάρκεια. Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση ήταν ανάλογη με τον θεμιτό σκοπό που επιδιώκεται και ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία εντός της έννοιας της Σύμβασης.

Συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης. 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες