Απέλαση αλλοδαπών που δικάστηκαν χωρίς να γνωρίζουν την κατηγορία και χωρίς πρόσβαση στη δικογραφία. Παραβίαση για μη τήρηση διαδικαστικών εγγυήσεων στην απέλαση αλλοδαπών

ΑΠΟΦΑΣΗ

Muhammad και Muhammad  κατά Ρουμανίας της 15.10.2020 (αριθ. προσφ. 80982/12)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Απέλαση αλλοδαπών χωρίς  διαδικαστικές εγγυήσεις. Μη πλήρη γνώση κατηγορίας και μη χορήγηση αντιγράφων δικογραφίας.

Οι προσφεύγοντες,  υπήκοοι Πακιστάν εισήλθαν στην Ρουμανία για σπουδές. Τους χορηγήθηκε  άδεια παραμονής για το λόγο αυτό. Απελάθηκαν γιατί θεωρήθηκαν επικίνδυνοι για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, λόγω βάσιμων στοιχείων ότι ανήκαν σε ισλαμική οργάνωση. Τα εγχώρια Δικαστήρια με ανέκκλητη απόφαση απέρριψαν τα ένδικα μέσα που άσκησαν κατά των αποφάσεων απέλασης. Οι προσφεύγοντες δεν είχαν πρόσβαση στα έγγραφα της δικογραφίας, και δεν πληροφορήθηκαν επαρκώς για την κατηγορία που στοιχειοθετήθηκε εναντίον τους.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι προσφεύγοντες είχαν λάβει μόνο πολύ γενικές πληροφορίες σχετικά με το νομικό χαρακτηρισμό των κατηγοριών εναντίον τους, ενώ καμία από τις συγκεκριμένες πράξεις τους που εφέροντο ότι αποτελούσαν απειλή για την εθνική ασφάλεια, δεν εμφανίζονταν στη δικογραφία. Επίσης δεν είχαν λάβει οιαδήποτε πληροφόρηση σχετικά με τα βασικά στάδια της διαδικασίας ή για τη δυνατότητα πρόσβασης στα έγγραφα  της δικογραφίας που χαρακτηρίστηκαν ως απόρρητα.

Κρίνοντας τη διαδικασία στο σύνολό της και λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που παρέχεται στα κράτη σε τέτοια θέματα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στα δικαιώματα των προσφευγόντων  βάσει του άρθρου 1 του 7ου Πρωτοκόλλου δεν είχαν αντισταθμιστεί  στις εσωτερικές διαδικασίες, ώστε να μην διαταραχθεί ο πυρήνας αυτών των δικαιωμάτων.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των διαδικαστικών εγγυήσεων που δικαιούνται οι αλλοδαποί κατά την απέλασή τους (άρθρο 1 του 7ου Πρωτοκόλλου) και επιδίκασε ποσού 10.000 ευρώ σε κάθε προσφεύγοντα για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 1 του 7ου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Adeel Muhammad και Ramzan Muhammad, είναι πακιστανικοί υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1993 και το 1982 και ζουν στο Tehsil Karor (Πακιστάν) και στο Ντουμπάι (ΗΑΕ) αντίστοιχα.

Ο Adeel Muhammad έφτασε στην Ρουμανία τον Σεπτέμβριο του 2012 με φοιτητική βίζα. Έχοντας λάβει υποτροφία, ξεκίνησε τις σπουδές του στη σχολή οικονομικών επιστημών του Πανεπιστημίου Lucian Blaga στο Sibiu. Ο Ramzan Muhammad εισήλθε στην Ρουμανία στις 17 Φεβρουαρίου 2009 με φοιτητική βίζα μακράς διαρκείας. Αυτός ολοκλήρωσε το πρώτο του έτος προκαταρκτικών  σπουδών πριν φοιτήσει στο ίδιο πανεπιστήμιο στο Sibiu, το οποίο του είχε χορηγήσει  υποτροφία. Η σύζυγός του εισήλθε μαζί του στην Ρουμανία τον Απρίλιο του 2012.

Στις 4 Δεκεμβρίου 2012, η Υπηρεσία Πληροφοριών της Ρουμανίας (Serviciul român de informaţii – “the SRI”) ζήτησε από τον Εισαγγελέα στο Εφετείο του Βουκουρεστίου να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο για να αποφασίσει εάν οι προσφεύγοντες πρέπει να κηρυχθούν ανεπιθύμητοι στην Ρουμανία. Για την υποστήριξη του εν λόγω αιτήματος  ζητήστε από το SRI να παράσχει απόρρητα έγγραφα. Στις 4 Δεκεμβρίου 2012, η εισαγγελία υπέβαλε αίτηση στη Διοικητική Διεύθυνση του Εφετείου του Βουκουρεστίου ζητώντας να κηρυχθούν οι δύο προσφεύγοντες ανεπιθύμητοι. Η αίτηση ανέφερε ότι, σύμφωνα με  πληροφορίες από το SRI, υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις βάση των οποίων οι προσφεύγοντες προτίθενται να εμπλακούν σε δραστηριότητες ικανές να θέσουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Τα εν λόγω απόρρητα έγγραφα διαβιβάστηκαν στο Εφετείο. Επίσης στις 4 Δεκεμβρίου 2012 η αστυνομία του Sibiu κάλεσε τους προσφεύγοντες να παρουσιαστούν  την επόμενη μέρα στο Εφετείο.

Στην πρώτη δικάσιμο  της 5ης Δεκεμβρίου 2012, η σύνθεση του Δικαστηρίου στην οποία παραπέμφθηκε η εξέταση της υπόθεσης  απέρριψε την υπόθεση με την αιτιολογία ότι ο δικαστής δεν είχε νόμιμη άδεια να αξιολογήσει τα απόρρητα έγγραφα τα οποία διαβιβάστηκαν από την  εισαγγελία. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο ίδιο Δικαστήριο με άλλη σύνθεση. Πραγματοποιήθηκε ακρόαση την ίδια ημέρα κατά την οποία ήταν παρόντες οι προσφεύγοντες, επικουρούμενοι από διερμηνέα της γλώσσας Ουρντού. Οι προσφεύγοντες ανέφεραν ότι δεν κατάλαβαν τους λόγους για τους οποίους κλήθηκαν, καθώς η αρχική δίωξη περιείχε  απλώς αναφορές σε νομικές διατάξεις. Το Εφετείο απάντησε ότι τα έγγραφα στη δικογραφία ήταν απόρρητα. Ο Εισαγγελέας ζήτησε από το δικαστήριο να τους κηρύξει ανεπιθύμητους  με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με απόρρητες πληροφορίες, είχαν εμπλακεί σε  δραστηριότητες ικανές να υπονομεύσουν την εθνική ασφάλεια.

Το Εφετείο με απόφαση που εκδόθηκε την ίδια ημέρα, κήρυξε τους προσφεύγοντες ανεπιθύμητους για περίοδο 15 ετών και διέταξε να τεθούν υπό διοικητική κράτηση εν αναμονή απέλασης. Στις 6 Δεκεμβρίου 2012, το SRI δημοσίευσε δελτίο τύπου για την υπόθεση, το οποίο έδωσε λεπτομέρειες και παραδείγματα των δραστηριοτήτων  για τις οποίες κατηγορήθηκαν οι προσφεύγοντες, ότι δηλαδή φέρεται να υποστηρίζουν μια  ισλαμιστική ομάδα η οποία  ιδεολογικά συνδέεται με την Αλ Κάιντα. Οι πληροφορίες στο δελτίο τύπου δημοσιεύτηκαν σε ορισμένες εφημερίδες, αναφέροντας τα ονόματα των προσφευγόντων και τις λεπτομέρειες των πανεπιστημιακών σπουδών τους.

Οι προσφεύγοντες άσκησαν αναίρεση στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο κατά της απόφασης του Εφετείου, αλλά απορρίφθηκε. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι βάση των απόρρητων πληροφοριών και εγγράφων που είχε στη διάθεσή του, ότι το Εφετείο έλαβε σωστά υπόψη τις ενδείξεις ότι οι προσφεύγοντες είχαν την πρόθεση να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες ικανές να θέσουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια.  Παρατήρησε επίσης ότι, σύμφωνα με το νόμο, όταν μια απόφαση η οποία χαρακτήριζε έναν αλλοδαπό ανεπιθύμητο  βασίστηκε σε λόγους εθνικής ασφάλειας, τα δεδομένα και οι  πληροφορίες, που έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές δεν μπορούν να αναγράφονται στην απόφαση.  Ήταν σε θέση να γνωρίζουν,  με τη βοήθεια διερμηνέα, τον λόγο για τον οποίο κλήθηκαν  στο δικαστήριο κατά τη διαδικασία της απέλασης.

Οι προσφεύγοντες εγκατέλειψαν τη Ρουμανία στις 27 Δεκεμβρίου 2012.

Βασιζόμενοι στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του 7ου Πρωτοκόλλου (διαδικαστικές εγγυήσεις σχετικά με την απέλαση αλλοδαπών) της Σύμβασης και το άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) της Σύμβασης, οι προσφεύγοντες  παραπονέθηκαν ότι δεν είχαν καμία διαδικαστική εγγύηση και δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστούν τον εαυτό τους  αποτελεσματικά τις διαδικασίες. Πιο συγκεκριμένα ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν ενημερωθεί για τις πραγματικές κατηγορίες εναντίον τους, ενώ δεν είχαν πρόσβαση στα έγγραφα της δικογραφίας.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 1 του 7ου  Πρωτοκόλλου

Το Δικαστήριο έπρεπε πρώτα να καθορίσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στο δικαίωμα των προσφευγόντων να ενημερώνονται για τους λόγους της απέλασης τους θα ήταν συμβατοί με το άρθρο 1 του 7ου Πρωτοκόλλου. Στη συνέχεια, έπρεπε να εξακριβώσει εάν οι περιορισμοί αυτοί αντισταθμίστηκαν από  επαρκείς νομικές διασφαλίσεις.

Όσον αφορά την αιτιολόγηση των περιορισμών που επιβλήθηκαν στα διαδικαστικά δικαιώματα των προσφευγόντων, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εγχώρια δικαστήρια, εφαρμόζοντας τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, είχαν αρχικά κρίνει ότι οι προσφεύγοντες δεν μπόρεσαν να έχουν πρόσβαση στη δικογραφία επειδή τα έγγραφα χαρακτηρίστηκαν  ως απόρρητα.  Η εθνική νομοθεσία δεν επέτρεπε στα δικαστήρια να εξακριβώσουν εάν η προστασία της εθνικής ασφάλειας επέβαλε τη μη αποκάλυψη του φακέλου σε μια δεδομένη περίπτωση. Ούτε τα εθνικά δικαστήρια αξιολόγησαν την ανάγκη περιορισμού των διαδικαστικών δικαιωμάτων των προσφευγόντων, μη αποκαλύπτοντας απόρρητα  έγγραφα σε αυτούς. Δεν είχαν εξηγήσει τους συγκεκριμένους λόγους για την απόκρυψη των απόρρητων πληροφοριών. Τέλος, το γεγονός ότι το SRI είχε δημοσιεύσει ένα δελτίο τύπου την επόμενη μέρα έκδοσης της απόφασης,  με λεπτομερείς πραγματικές πληροφορίες, αντιφάσκει με το επιχείρημα ότι ήταν απαραίτητο να στερηθούν οι προσφεύγοντες  οποιαδήποτε συγκεκριμένη πληροφορία σχετικά με τους πραγματικούς λόγους που αναφέρονται στην απόφαση απέλασής τους.

Όσον αφορά το κατά πόσον οι περιορισμοί αντισταθμίστηκαν από εξισορροπητικούς παράγοντες, το Δικαστήριο σημείωσε ότι,  κατά την ακρόαση της 5ης Δεκεμβρίου 2012 ενώπιον του Εφετείου, είχαν ενημερωθεί οι προσφεύγοντες , μέσω διερμηνέα, για την δικαστική διαδικασία , αλλά μόνο τα άρθρα  των νομικών διατάξεων  που διέπουν το φερόμενο παράπτωμα που αναφέρονταν στο έγγραφο αυτό, και όχι για την κατηγορία. Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου, δεν παρασχέθηκαν συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τους  πραγματικούς λόγους της απέλασης των προσφευγόντων. Το Δικαστήριο περαιτέρω σημείωσε ότι, την επομένη της έκδοσης της απόφασης του Εφετείου, ενώ η αναίρεση ήταν εκκρεμής, το SRI είχε εκδώσει δελτίο τύπου στο οποίο εκτίθενται ορισμένες από τις κατηγορίες εναντίον των προσφευγόντων.  Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στο δελτίο τύπου ήταν επαρκείς για τους προσφεύγοντες  ώστε να προετοιμάσουν την υπεράσπισή τους, το Δικαστήριο έκρινε ότι το δελτίο τύπου δεν θα μπορούσε να θεωρείται έγκυρη πηγή πληροφοριών. Πρώτον, το δελτίο τύπου SRI δεν φαίνεται να  προστέθηκε στο φάκελο ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Δεν είχε αποδειχθεί ότι το γραφείο του  εισαγγελέα  είχε εξετάσει τα γεγονότα που αναφέρονται σε αυτό το δελτίο τύπου ως τη βάση της αίτησής του, ή ότι το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε στους προσφεύγοντες ότι αυτά ήταν τα πραγματικά περιστατικά αναφορικά με τις  κατηγορίες εναντίον τους. Τρίτον, ενώ οι προσφεύγοντες είχαν παραπέμψει την υπόθεσή τους ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, αφού έλαβαν γνώση της κατηγορίας   για την οποία  κατηγορήθηκαν σύμφωνα με το δελτίο τύπου, δεν μπορούσε να φανεί από τον φάκελο ή από τη διατύπωση της τελικής του απόφασης ότι είχε βασιστεί στο εν λόγω δελτίο τύπου για το πόρισμά του. Τέλος, και το πιο σημαντικό, δεν θα μπορούσε ένα δελτίο τύπου να θεωρείται ως το κατάλληλο μέσο για την παροχή πληροφοριών στους διαδίκους. Κατά συνέπεια, και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες δεν είχαν ενημερωθεί για τις κατηγορίες εναντίον τους, ώστε να είναι σε θέση να ασκήσουν αποτελεσματικά τα διαδικαστικά τους δικαιώματα βάσει του Άρθρου 1 του 7ου Πρωτοκόλλου. Τέτοιοι σημαντικοί περιορισμοί στην αποκάλυψη συγκεκριμένων πληροφοριών απαιτούσαν ισχυρές αντισταθμιστικές διασφαλίσεις.

Ως προς το εάν οι προσφεύγοντες είχαν ενημερωθεί για τη διεξαγωγή της διαδικασίας και για τα δικαιώματά τους, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το απόγευμα της 4ης Δεκεμβρίου 2012 οι προσφεύγοντες είχαν κληθεί να εμφανιστούν την επόμενη μέρα, στις 9 π.μ., ενώπιον του Εφετείου του Βουκουρεστίου.  Κανένα έγγραφο και καμία πληροφορία σχετικά με τη διεξαγωγή ή τον σκοπό των διαδικασιών δεν επισυνάφθηκε  στις Κλήσεις.  Στη συνέχεια, το Εφετείο είχε διασφαλίσει ότι οι προσφεύγοντες είχαν πρόσβαση σε διερμηνέα και τους είχε ενημερώσει ότι τα έγγραφα του φακέλου ήταν απόρρητα και ότι μόνο το δικαστήριο είχε πρόσβαση   σε αυτά βάσει της εξουσιοδότησης που δόθηκε στο δικαστή. Έτσι, το Εφετείο ενημέρωσε τους προσφεύγοντες για τον περιορισμό του δικαιώματός τους πρόσβασης στον φάκελο και τις αντισταθμιστικές εγγυήσεις, δηλαδή την πρόσβαση του δικαστηρίου σε αυτά τα έγγραφα.

Το Εφετείο δεν θεώρησε απαραίτητο να διασφαλίσει ότι οι προσφεύγοντες ήταν σωστά ενημερωμένοι για τη διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιον του ή για την ύπαρξη στο εθνικό δίκαιο λοιπών εγγυήσεων που θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τις επιπτώσεις του περιορισμού στα διαδικαστικά τους δικαιώματα. Επομένως, το Εφετείο δεν είχε εξετάσει αν οι προσφεύγοντες ήξεραν ότι θα μπορούσαν να εκπροσωπούνται  από δικηγόρο ή να χορηγηθούν  πληροφορίες σχετικά με δικηγόρους που κατέχουν πιστοποιητικό ORNISS, σύμφωνα με το οποίο είχαν το δικαίωμα και την άδεια πρόσβασης σε απόρρητα έγγραφα.  Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η μη παροχή πληροφοριών στους προσφεύγοντες είχε ως αποτέλεσμα την άρνηση των διαδικαστικών εγγυήσεων, τις οποίες δικαιούνταν οι προσφεύγοντες.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε, αυτεπαγγέλτως, ενημερώσει τους προσφεύγοντες για τις  διαδικαστικές εγγυήσεις που διατίθενται βάσει του εσωτερικού δικαίου, με αποτέλεσμα αυτός ο αντισταθμιστικός παράγοντας  δεν είχε καμία επίδραση στον περιορισμό των διαδικαστικών τους δικαιωμάτων.

Όσον αφορά την εκπροσώπηση των προσφευγόντων στις διαδικασίες, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, καθώς επέλεξαν δικηγόρους οι οποίοι δεν κατείχαν  πιστοποίηση ORNISS, δεν είχαν πρόσβαση στα απόρρητα έγγραφα που βρίσκονταν στην δικογραφία. Θα μπορούσαν να είχαν ζητήσει την αναβολή της διαδικασίας προκειμένου να αποκτήσουν το εν λόγω πιστοποιητικό, αλλά η προβλεπόμενη για το σκοπό αυτό προθεσμία υπερέβη την κανονική διάρκεια της διαδικασίας. Επομένως, ένα αίτημα αναβολής δεν θα είχε καταρχήν επιτρέψει στους δικηγόρους των προσφευγόντων να αποκτήσουν ένα τέτοιο πιστοποιητικό. Η  παρουσία δικηγόρων των προσφευγόντων ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, χωρίς τη δυνατότητα εξακρίβωσης των κατηγοριών  εναντίον των πελατών τους, δεν είχε εξασφαλίσει την αποτελεσματική υπεράσπισή τους. Κατά συνέπεια, η εκπροσώπηση των προσφευγόντων δεν ήταν αρκετά αποτελεσματική για να αντισταθμίσει, σε οποιοδήποτε σημαντικό βαθμό, τους περιορισμούς στους οποίους είχαν υποβληθεί τα διαδικαστικά τους δικαιώματα.

Όσον αφορά το αν η απόφαση απέλασης είχε υποβληθεί σε ανεξάρτητο έλεγχο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η διαδικασία βάσει του ρουμανικού δικαίου με σκοπό να κηρυχθεί ένα άτομο ανεπιθύμητο ήταν δικαστικού χαρακτήρα. Τα αρμόδια δικαστήρια σχετικά με τέτοια ζητήματα, δηλαδή το Εφετείο και το  Ανώτατο Δικαστήριο, είχαν την απαιτούμενη ανεξαρτησία κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου. Οι διαδικασίες είχαν διεξαχθεί ενώπιον των ανώτερων δικαστηρίων, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν στην πραγματικότητα η υψηλότερη δικαστική αρχή. Αυτές ήταν σημαντικές εγγυήσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση των παραγόντων  που μπορούν να μετριάσουν τα αποτελέσματα των περιορισμών που επιβάλλονται στα διαδικαστικά δικαιώματα των προσφευγόντων.

Ενώπιον των εν λόγω δικαστηρίων, λαμβανομένων υπόψη των πολύ περιορισμένων και γενικών πληροφοριών που διέθεταν, οι προσφεύγοντες  μπόρεσαν να στηρίξουν την υπεράσπισή τους μόνο σε υποθέσεις και στις γενικές πτυχές της φοιτητικής τους ζωής ή στην οικονομική τους κατάσταση, χωρίς να είναι σε θέση να αμφισβητήσουν συγκεκριμένες κατηγορίες, σύμφωνα με τις οποίες φέρεται να θέτουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η έκταση του ελέγχου η οποία ήταν αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων αναφορικά με το βάσιμο της απέλασης θα έπρεπε να ήταν πιο περιεκτική.

Η εισαγγελία είχε υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον του Εφετείου, ένα «έγγραφο» το οποίο σύμφωνα με την κυβέρνηση, παρείχε λεπτομέρειες σχετικά με τις υποτιθέμενες δραστηριότητες των προσφευγόντων  και αναφέρονταν στα συγκεκριμένα δεδομένα και πληροφορίες που αποκτήθηκαν από το SRI. Ωστόσο, δεν ήταν σαφές εάν τα εθνικά δικαστήρια είχαν πράγματι πρόσβαση σε όλες τις απόρρητες πληροφορίες που διέπουν την απόφαση απέλασης ή μόνο σε αυτό το “έγγραφο”. Επιπλέον, όταν οι προσφεύγοντες  είχαν εκφράσει τις αμφιβολίες τους  ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου σχετικά με την παρουσία απόρρητων εγγράφων στον φάκελο, το δικαστήριο δεν  παρείχε  διευκρινίσεις σχετικά με αυτό το σημείο. Επιπλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε να διατάξει τη προσθήκη στο φάκελο  του μοναδικού αποδεικτικού στοιχείου που είχε ζητηθεί από τους προσφεύγοντες με στόχο να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς ότι χρηματοδοτούν τρομοκρατικές δραστηριότητες. Έτσι δεν υπήρχε τίποτα στον φάκελο που να υποδηλώνει ότι πραγματοποιήθηκε αξιολόγηση  εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων  της αξιοπιστίας και της ακρίβειας των γεγονότων που τους υπέβαλε το γραφείο του εισαγγελέα.

Το Δικαστήριο δέχεται ότι η εκδίκαση μίας τέτοιας υπόθεσης από αμερόληπτο Δικαστήριο αποτελούσε σοβαρή διασφάλιση όσον αφορά την εξισορρόπηση τυχόν περιορισμού των διαδικαστικών δικαιωμάτων των προσφευγόντων.  Ωστόσο, μια τέτοια διασφάλιση δεν αρκεί από μόνη της για την αντιστάθμιση αυτού του περιορισμού εάν η φύση και ο βαθμός τυχόν ελέγχου που ασκήθηκε από τις ανεξάρτητες αρχές δεν ήταν ικανοποιητικός, τουλάχιστον συνοπτικά, από το σκεπτικό των αποφάσεών τους.

Εν πάση περιπτώσει, από τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων δεν μπορούσε να φανεί εν προκειμένω ότι είχαν ασκήσει αποτελεσματικά και επαρκώς τις εξουσίες που τους έχουν ανατεθεί για τους παρόντες σκοπούς.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες είχαν υποστεί σημαντικούς περιορισμούς κατά την άσκηση των δικαιωμάτων πληροφόρησης  για τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η απόφαση απέλασής τους και το δικαίωμα πρόσβασης  στο περιεχόμενο των εγγράφων και στις πληροφορίες στις οποίες η αρμόδια αρχή είχε βασιστεί. Δεν φαίνεται από το αρχείο ότι είχε ανάγκη λήψης υιοθέτησης τέτοιων περιορισμών  εξετάστηκε και αναγνωρίστηκε ως δεόντως αιτιολογημένη από ανεξάρτητη αρχή.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι προσφεύγοντες είχαν λάβει μόνο πολύ γενικές πληροφορίες σχετικά με το νομικό χαρακτηρισμό των κατηγοριών εναντίον τους, ενώ καμία από τις συγκεκριμένες πράξεις τους που φέρεται ότι αποτελούσαν απειλή για την εθνική ασφάλεια δεν εμφανιζόταν στη δικογραφία.  Ούτε είχαν λάβει κάποια πληροφορία  σχετικά με τα βασικά στάδια της διαδικασίας ή για τη δυνατότητα πρόσβασης σε απόρρητα έγγραφα  μέσω δικηγόρου που κατέχει πιστοποίηση ORNISS.

Έχοντας υπόψη τη διαδικασία στο σύνολό της και λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που παρέχεται στα κράτη σε τέτοια θέματα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στην απόλαυση  των δικαιωμάτων των προσφευγόντων βάσει του άρθρου 1 του 7ου πρωτοκόλλου δεν είχαν αντισταθμιστεί στις εσωτερικές διαδικασίες, ώστε να διατηρηθεί η ίδια η ουσία αυτών των δικαιωμάτων.

Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του 7ου Πρωτοκόλλου.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία ότι η Ρουμανία έπρεπε να καταβάλει σε κάθε προσφεύγοντα 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη  και από κοινού στους προσφεύγοντες 1.365 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες