Ανεπαρκής δικαστικός έλεγχος σε μέτρο απόλυσης υπαλλήλου σε δημόσιο φορέα που επιβλήθηκε μετά την αποτυχία στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Τουρκία. Παραβίαση της ΕΣΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Pişkin κατά Τουρκίας της 15.12.2020 (αριθ. προσφ. 33399/18)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Πραξικόπημα στην Τουρκία και μέτρα έκτακτης ανάγκης. Απόλυση του προσφεύγοντος με την αιτιολογία ότι είχε σχέσεις με τρομοκρατική οργάνωση, λόγω της κήρυξης έκτακτης ανάγκης στην Τουρκία μετά την αποτυχία στρατιωτικού πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016. Ανεπαρκής δικαστικός έλεγχος της εφαρμογής του μέτρου.

Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι ούτε η διαδικασία που οδήγησε στην απόλυση του, ούτε οι μεταγενέστερες δικαστικές διαδικασίες είχαν συμμορφωθεί με τις εγγυήσεις μιας δίκαιης δίκης. Ταυτόχρονα, ο ίδιος χαρακτηρίστηκε «τρομοκράτης» και «προδότης», με συνέπεια να πληγεί η υπόληψη και η επαγγελματική του ζωή.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το ΝΔ με αριθ. 667 όχι μόνο επέτρεπε την απόλυση δημοσίων υπαλλήλων αλλά και απαιτούσε από δημόσια ιδρύματα όπως ο «εργοδότης» οργανισμός του προσφεύγοντος να απολύσουν δημόσιους υπαλλήλους με απλοποιημένη διαδικασία. Η προηγούμενη διαδικασία λήψης αποφάσεων για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας δεν είχε απαιτήσει καμία μορφή αντιδικίας, ενώ καμία διαδικαστική εγγύηση δεν είχε θεσπιστεί στο νομοθετικό διάταγμα. Επομένως, αρκούσε ο εργοδότης να θεωρήσει ότι ο εργαζόμενος ανήκει, συνδέεται ή συσχετίζεται με μια από τις παράνομες οργανώσεις όπως αυτές ορίζονται στο νομοθετικό διάταγμα, χωρίς καμία ανάγκη παροχής εξατομικευμένης αιτιολόγησης.

Όσον αφορά το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το Δικαστήριο έκρινε ότι το κρίσιμο ερώτημα ήταν κατά πόσο η αδυναμία του προσφεύγοντος να λάβει γνώση των λόγων για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αντισταθμίστηκε επαρκώς με αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο της απόφασης του εργοδότη. Το Δικαστήριο έκρινε συναφώς ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν προβεί σε οποιαδήποτε ενδελεχή ή σε βάθος εξέταση της προσφυγής του προσφεύγοντος, ότι δεν είχαν στηρίξει την αιτιολόγησή της απόφασης στα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο προσφεύγων και ότι δεν είχαν αιτιολογήσει την απόρριψη των επιχειρημάτων του. Αυτές οι ελλείψεις έθεσαν έτσι τον προσφεύγοντα σε σαφή μειονεκτική θέση έναντι της αντίδικης πλευράς. Παρά το γεγονός ότι, θεωρητικά, τα εθνικά δικαστήρια είχαν πλήρη δικαιοδοσία να κρίνουν τη διαφορά μεταξύ του προσφεύγοντος και των αρχών, είχαν αρνηθεί να εξετάσουν όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που σχετίζονται με την υπόθεση που τους είχαν υποβληθεί, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις μιας δίκαιης δίκης δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από την τουρκική παρέκκλιση (άρθρο 15 της Σύμβασης, παρέκκλιση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης).

Όσον αφορά τον σεβασμό του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόλυση του προσφεύγοντος επέφερε σοβαρές αρνητικές συνέπειες στο στενό οικογενειακό και προσωπικό του κύκλο, στην ικανότητά του να σφυρηλατεί και να αναπτύσσει σχέσεις με άλλους και στην υπόληψη του. Ειδικότερα, ο προσφεύγων ήταν άνεργος από τότε που καταγγέλθηκε η σύμβασή του και οι μελλοντικοί εργοδότες δεν τολμούσαν να του προσφέρουν εργασία λόγω του γεγονότος ότι η απόλυση του βασίστηκε στο επίδικο νομοθετικό διάταγμα. Κατά συνέπεια, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του προσφεύγοντος είχε σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην ιδιωτική του ζωή και άγγιζε το όριο σοβαρότητας για την εφαρμογή του άρθρου 8.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ακόμη και όταν διακυβεύεται η εθνική ασφάλεια, οι έννοιες της νομιμότητας και του κράτους δικαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία απαιτούν τα μέτρα που λαμβάνονται και τα οποία επηρεάζουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, να υπόκειται σε κάποια μορφή αντιδικίας ενώπιον ανεξάρτητου οργάνου αρμόδιου για αξιολόγηση της αιτιολογικής βάσης της απόφασης και των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων. Εν προκειμένω, τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν προσδιορίσει τους πραγματικούς συγκεκριμένους λόγους για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του προσφεύγοντος. Ο δικαστικός έλεγχος της εφαρμογής του μέτρου ήταν επομένως ανεπαρκής και ο προσφεύγων δεν είχε επωφεληθεί από το ελάχιστο επίπεδο προστασίας από πράξεις αυθαιρεσίας που απαιτείται βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης. Επιπλέον, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το επίμαχο μέτρο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αναγκαίο από τις ειδικές περιστάσεις της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβιάσεις του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 § 1) και του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 8).

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Hamit Pişkin είναι Τούρκος υπήκοος που γεννήθηκε το 1982 και ζει στο Bingöl (Τουρκία).

Ο προσφεύγων εργάζονταν από τον Δεκέμβριο του 2010 ως εμπειρογνώμονας στον Οργανισμό Ανάπτυξης της Άγκυρας (Ankara Kalkınma Ajansı), ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που είναι υπεύθυνος για το συντονισμό των περιφερειακών δραστηριοτήτων διάφορων δημόσιων και ιδιωτικών φορέων. Η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου του διέπεται από τον Εργατικό Κώδικα (Ν. 4857) και το νομικό του καθεστώς υπόκεινται στους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Στις 26 Ιουλίου 2020, λίγο μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού Ανάπτυξης της Άγκυρας συναντήθηκε για να αξιολογήσει την κατάσταση των υπαλλήλων του. Την ίδια ημέρα αποφάσισε να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας έξι ατόμων, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος, σύμφωνα με το με αριθ. 667 Νομοθετικό Διάταγμα, θεωρώντας ότι τα άτομα αυτά ανήκουν, συνδέονται με οργανώσεις που παρουσιάζουν απειλή για την εθνική ασφάλεια.

Στις 14 Αυγούστου 2016 ο προσφεύγων προσέφυγε στο Εργατικό Δικαστήριο της Άγκυρας ζητώντας την ακύρωση της απόφασης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του. Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η απόλυσή του δεν είχε κανένα βάσιμο λόγο και ότι ήταν καταχρηστική, άκυρη. Απαίτησε περαιτέρω την καταβολή αποζημίωσης για την απόλυση του.

Στις 25 Οκτωβρίου 2016, το δικαστήριο απέρριψε τη διοικητική προσφυγή του. Στη συνέχεια, κατέθεσε αναίρεση, αλλά αυτή απορρίφθηκε. Τελικά κατέθεσε συνταγματική προσφυγή ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο κήρυξε τις καταγγελίες του απαράδεκτες στις 10 Μαΐου 2018.

Στις 5 Σεπτεμβρίου 2018, η Εισαγγελία της Άγκυρας έθεσε στο αρχείο την ποινική υπόθεση του προσφεύγοντος, λόγω ανεπαρκών αποδεικτικών στοιχείων προς υποστήριξη των υποψιών,    ώστε να κινηθεί ποινική δίωξη εναντίον του.

Στηριζόμενος στο αστικό και ποινικό σκέλος του άρθρου 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), ο προσφεύγων το υποστήριξε ότι ούτε η διαδικασία απόλυσής του, ούτε οι μεταγενέστερες δικαστικές διαδικασίες είχαν συμμορφωθεί με τις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης.

Ο προσφεύγων παραπονέθηκε επίσης ότι είχε απολυθεί λόγω της συσχέτισής του με τρομοκρατική  οργάνωση και ότι είχε χαρακτηριστεί «τρομοκράτης» και «προδότης». Το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει την καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής).

Ο πρόεδρος του τμήματος είχε δώσει άδεια στις μη κυβερνητικές οργανώσεις: Διεθνής Αμνηστία, Διεθνής Επιτροπή Νομικών και Πρόγραμμα Υποστήριξης για την Ανθρώπινα Δικαιώματα της Τουρκίας, να παρέμβουν στην υπόθεση.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη)

Εφαρμογή του αστικού και ποινικού σκέλους του άρθρου 6

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το αστικό σκέλος του άρθρου 6 της Σύμβασης εφαρμόζεται στην διαδικασία απόλυσης του προσφεύγοντος, η οποία αφορούσε σαφώς ένα αστικό δικαίωμα. Πράγματι, όλες οι εργασιακές διαφορές, ιδίως εκείνες που σχετίζονται με τη λήξη της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, αφορούσαν τα αστικά δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης. Επιπλέον, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ο  προσφεύγων θεωρήθηκε ότι ήταν υπάλληλος στο πλαίσιο συμβάσεων που εκτελούσε ισοδύναμα καθήκοντα ή παρόμοια με εκείνα που εκτελούνταν από δημόσιους υπαλλήλους, το Δικαστήριο επανέλαβε σύμφωνα με τη νομολογία του ότι οι διαφορές μεταξύ του κράτους και των υπαλλήλων του εμπίπτουν κατ’ αρχήν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, εκτός εάν πληρούνται ταυτόχρονα δύο προϋποθέσεις: πρώτον, το κράτος θα έπρεπε να αποκλείει στο εθνικό του δίκαιο ρητά την πρόσβαση σε δικαστήριο για τη συγκεκριμένη θέση ή κατηγορία υπαλλήλων· και δεύτερον, ο αποκλεισμός θα έπρεπε να δικαιολογείται για αντικειμενικούς λόγους προς το συμφέρον του κράτους. Στην παρούσα περίπτωση η πρώτη από αυτές τις δύο προϋποθέσεις δεν είχε εκπληρωθεί, επειδή ο τουρκικός νόμος επέτρεπε στους υπαλλήλους του συγκεκριμένου φορέα να προσφύγουν στα εργατικά δικαστήρια κατά της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας τους. Ο προσφεύγων είχε αυτή την επιλογή, και όντως είχε κάνει χρήση αυτού του ένδικου μέσου.

Διαδικασία καταγγελίας της σύμβασης εργασίας

Η διαδικασία που χρησιμοποιήθηκε για τη λύση της σύμβασης εργασίας του προσφεύγοντος προήλθε άμεσα από τα μέτρα παρέκκλισης που εγκρίθηκαν κατά την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Κατά την περίοδο αυτή, το Συμβούλιο Υπουργών, το οποίο συνήλθε υπό την προεδρία του Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας, υιοθέτησε 37 νομοθετικά διατάγματα (αριθ. 667 έως 703). Μεταξύ αυτών των κειμένων, το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 667 δεν συνιστούσε μόνο την απόλυση δημοσίων υπαλλήλων, αλλά απαιτούσε και εξουσιοδοτούσε επίσης δημόσιους οργανισμούς όπως ο εργοδότης του προσφεύγοντος να απολύσουν δημόσιους υπαλλήλους με απλοποιημένη διαδικασία. Η προηγούμενη λήψη απόφασης σχετικά με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του προσφεύγοντος δεν απαιτούσε καμία μορφή αντιδικίας. Ομοίως, το ΝΔ δεν είχε προβλέψει διαδικαστικές δικλείδες. Αρκούσε ο εργοδότης να θεωρήσει ότι ο εργαζόμενος ανήκε ή συσχετίζονταν με μία από τις παράνομες οργανώσεις, όπως αυτές ορίζονταν στο νομοθετικό διάταγμα, χωρίς καμία ανάγκη παροχής εξατομικευμένης συλλογιστικής.

Σχετικά με το θέμα αυτό, το Δικαστήριο ήταν διατεθειμένο να αποδεχθεί ότι είχε εγκριθεί το υπ’ αριθ. 667 ΝΔ προκειμένου να διευκολυνθεί η άμεση απόλυση με απλουστευμένη διαδικασία των δημοσίων υπαλλήλων και άλλων δημοσίων υπαλλήλων που είχαν εμπλακεί σαφώς στο αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016. Όπως η Επιτροπή της Βενετίας ορθώς επισήμανε, «κάθε ενέργεια που στοχεύει στην καταπολέμηση της συνωμοσίας δεν θα ήταν επιτυχής εάν ορισμένοι από τους συνωμότες εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στο δικαστικό σώμα, στη δίωξη, στα αστυνομικά σώματα, στο στρατό κ.λπ.». Μια τέτοια διαδικασία μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη υπό το φως των ιδιαίτερων περιστάσεων της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

Ωστόσο, το Δικαστήριο απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι το εν λόγω ΝΔ δεν είχε θέσει περιορισμούς στο δικαστικό έλεγχο που πρέπει να ασκούν τα εθνικά δικαστήρια μετά τη λύση των συμβάσεων εργασίας των ενδιαφερομένων, όπως ο προσφεύγων  στην παρούσα περίπτωση. Πράγματι, ο τελευταίος ήταν σε θέση να αμφισβητήσει την επίμαχη απόφαση καταγγελίας της σύμβασης ενώπιον του εργατικού δικαστηρίου, να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του δικαστηρίου ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου και να ασκήσει αναίρεση κα να υποβάλει επιπρόσθετα προσφυγή στο Συνταγματικό δικαστήριο.

Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι το κρίσιμο ερώτημα που τέθηκε στην παρούσα υπόθεση ήταν αν η αδυναμία του προσφεύγοντος να γνωρίσει τους λόγους που οδήγησαν τον εργοδότη του να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας του, λόγω της υποτιθέμενης ύπαρξης δεσμών με τρομοκρατική οργάνωση, είχε αντισταθμιστεί επαρκώς με αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο.

Ο δικαστικός έλεγχος

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν είχε επωφεληθεί από διαδικαστικές εγγυήσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λύσης της σύμβασης εργασίας του, η μόνη δυνατότητα ήταν να προσφύγει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων για πραγματικά ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν την απόφαση του εργοδότη του.

Αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος μέσω του οποίου ο προσφεύγων μπορούσε να αμφισβητήσει την αλήθεια και την αξιοπιστία των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων. Κατά συνέπεια, τα δικαστήρια ήταν αρμόδια να εξετάσουν όλα αυτά τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που σχετίζονται με την υπόθεση ενώπιον τους, προκειμένου να μπορέσουν οι ενδιαφερόμενοι, δηλαδή ο προσφεύγων, να αποκτήσουν αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο της απόφασης του εργοδότη τους. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτό ήταν το κεντρικό ζήτημα της υπόθεσης.

Έτσι, τα εθνικά δικαστήρια κλήθηκαν να αποφανθούν επί της νομικής βάσης της καταγγελλόμενης σύμβασης και για τους παράγοντες που μπορούν να δικαιολογήσουν την εκτίμηση και απόφαση του εργοδότη ότι ο προσφεύγων διατηρούσε δεσμούς με μια παράνομη δομή. Ωστόσο, απλώς είχαν εξετάσει εάν η απόλυση είχε αποφασιστεί από το αρμόδιο όργανο και αν η απόφαση είχε νομική βάση.

Ούτε εξετάστηκε από τα εθνικά δικαστήρια το νομικό καθεστώς καταγγελίας της σύμβασης λόγω της ύπαρξης «βάσιμου λόγου» ούτε το ερώτημα κατά πόσο ο εργοδότης είχε στην κατοχή του οποιοδήποτε στοιχείο που να δικαιολογεί ενδεχομένως τέτοιους λόγους απόλυσης, η ύπαρξη για παράδειγμα στοιχείων που να αποδεικνύουν την συσχέτισή του με παράνομη δομή. Πιο συγκεκριμένα, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας ενώπιον των διαφορετικών δικών κάποιο εθνικό δικαστήριο δεν εξέτασε το ερώτημα αν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του προσφεύγοντος για εικαζόμενους δεσμούς με παράνομη δομή είχε δικαιολογηθεί από τη συμπεριφορά του ή οποιαδήποτε άλλη σχετική απόδειξη ή πληροφορία. Επιπλέον, δεν προέκυψε από τις αποφάσεις απόλυσης που εκδόθηκαν από τα δικαστήρια ότι τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος είχαν εξεταστεί προσεκτικά.

Όσον αφορά το Συνταγματικό Δικαστήριο, θα μπορούσε να διαδραματίσει θεμελιώδη ρόλο σε εθνικό επίπεδο στη  προστασία του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και αποκατάσταση των παραβάσεων που αναφέρονται παραπάνω. Ωστόσο, με την έκδοση συνοπτικής απορριπτικής απόφασης, το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε πραγματοποιήσει καμία ανάλυση των νομικών και συγκεκριμένων ζητημάτων.

Οι δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν στην παρούσα υπόθεση δεν απέδειξαν ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν διενεργήσει μια εις βάθος, εμπεριστατωμένη εξέταση των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος, ότι βασίστηκαν στα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο τελευταίος και ότι αιτιολόγησαν βάσιμα την απόρριψη των ισχυρισμών του. Οι ανεπάρκειες που αναφέρθηκαν παραπάνω είχαν θέσει τον προσφεύγοντα σε μειονεκτική θέση έναντι τους. Κατά συνέπεια, ενώ τα εγχώρια δικαστήρια κρίθηκαν ότι είχαν πλήρη δικαιοδοσία για τον καθορισμό της διαφοράς μεταξύ του προσφεύγοντος και των διοικητικών αρχών, δεν εξέτασαν όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που σχετίζονται με τη διαφορά ενώπιον αυτών, όπως απαιτείται από το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης.

Παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 15 της σύμβασης (παρέκκλιση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης)

Όσον αφορά την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 15, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το υπ’ αριθ. 667 νομοθετικό διάταγμα δεν είχε θέσει περιορισμούς στον δικαστικό έλεγχο που πρέπει να ασκήσουν τα εθνικά δικαστήρια μετά την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των ενδιαφερομένων, όπως ο προσφεύγων στην εν λόγω υπόθεση. Το Δικαστήριο επεσήμανε επίσης ότι ακόμη και στο πλαίσιο μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η θεμελιώδης αρχή  του κράτους δικαίου πρέπει να υπερισχύει. Δεν θα ήταν σύμφωνο με τον κανόνα του κράτους δικαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία ή με τη βασική αρχή που διέπει το άρθρο 6 § 1 – συγκεκριμένα ότι οι αστικές αξιώσεις πρέπει να μπορούν να υποβάλλονται ενώπιον δικαστή για αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο – εάν ένα κράτος θα μπορούσε, χωρίς περιορισμό ή έλεγχο από τους φορείς επιβολής της Σύμβασης, να αφαιρέσει από τη  δικαιοδοσία των δικαστηρίων μια ολόκληρη σειρά αστικών αξιώσεων ή να παράσχει ασυλία από αστική ευθύνη σε ομάδες ή κατηγορίες ατόμων.

Κατά συνέπεια, λόγω της σοβαρότητας των συνεπειών στα δικαιώματα της Σύμβασης αυτών των προσώπων, όταν ένα επείγον νομοθετικό διάταγμα όπως το επίμαχο στην παρούσα υπόθεση δεν περιείχε οποιαδήποτε σαφή ή ρητή διατύπωση απόκλισης από τη δυνατότητα δικαστικής εποπτείας των μέτρων. Επομένως, έπρεπε πάντα να θεωρείται ότι εξουσιοδοτεί τα δικαστήρια του εναγόμενου κράτους να ασκήσουν επαρκή έλεγχο, ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε αυθαιρεσία. Υπό αυτές τις περιστάσεις η μη τήρηση των απαιτήσεων μιας δίκαιης δίκης δεν δικαιολογείται από το καθεστώς παρέκκλισης που ίσχυε στη Τουρκία.

Υπήρξε συνεπώς παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής)

Εφαρμογή του άρθρου 8

Πρώτον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εγχώρια δικαστήρια δεν αναφέρθηκαν σε κανένα στάδιο στην ποινική έρευνα και, επιπλέον, ότι ο φάκελος της υπόθεσης δεν περιείχε τίποτα για να αποδείξει ότι η έρευνα ή η διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με την απόλυση του προσφεύγοντος επέτρεψε στις εθνικές αρχές να λάβουν πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία ικανά να τεκμηριώσουν τους λόγους της απόλυσης. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε απολύτως κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει ότι η καταγγελία της εν λόγω σύμβασης εργασίας ήταν η προβλεπόμενη συνέπεια των ενεργειών του προσφεύγοντος.

Δεύτερον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απόλυση του προσφεύγοντος είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για αυτόν για τον «στενό προσωπικό του κύκλο», για την ικανότητά του να σφυρηλατεί και να αναπτύσσει σχέσεις με άλλους ανθρώπους, και για την υπόληψη του.  Ο προσφεύγων είχε χάσει τη δουλειά του, δηλαδή το μέσο βιοπορισμού του. Επιπλέον, δήλωσε ότι ήταν άνεργος από τη λύση της σύμβασής του και ότι κανένας εργοδότης δεν τολμούσε να του προσφέρει εργασία επειδή η έχασε τη θέση του βάσει του υπ’ αρ. 667 νομοθετικού διατάγματος.

Επιπλέον, η επικύρωση των λόγων απόλυσης, δηλαδή η ύπαρξη δεσμών με παράνομη οργάνωση, είχε αναμφίβολα πολύ σοβαρές συνέπειες για τον επαγγελματική ζωή του και για την υπόληψη του.

Κατά συνέπεια, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του προσφεύγοντος είχε σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην ιδιωτική του ζωή και είχε υπερβεί το όριο σοβαρότητας του άρθρου 8.

Ύπαρξη και αιτιολόγηση της παρέμβασης

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόλυση του προσφεύγοντος βασίστηκε σε διάταξη έκτακτης ανάγκης του υπ’ αριθ. 667 Νομοθετικού Διατάγματος, το οποίο απαιτούσε από τους εργοδότες να καταγγείλουν τις συμβάσεις των εργαζομένων τους εάν θεωρούσαν ότι οι τελευταίοι διατηρούσαν δεσμούς με παράνομη οργάνωση. Κατά συνέπεια, η επίμαχη απόλυση μπορεί να θεωρηθεί ως υποχρέωση που απορρέει από το εν λόγω νομοθετικό διάταγμα, το οποίο είχε υπερέβη το νομικό πλαίσιο που διέπει τη σύμβαση εργασίας του προσφεύγοντος. Κατά συνέπεια, η απόλυση, η οποία βασίστηκε στους φερόμενους δεσμούς του με μια παράνομη οργάνωση, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στο σεβασμό της ιδιωτικής του ζωή.

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και το γεγονός ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν πλήρη δικαιοδοσία για την επανεξέταση των μέτρων που θεσπίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) του έκτακτου Νομοθετικού διατάγματος με αριθ. 667, το Δικαστήριο ήταν διατεθειμένο να προχωρήσει στην υπόθεση ότι η επίμαχη παρέμβαση ορίστηκε από το νόμο. Στη συνέχεια, σημείωσε ότι αυτή η παρέμβαση είχε πολλούς νόμιμους σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 8 § 2 της Σύμβασης, δηλαδή την προστασία της εθνικής ασφάλειας και την πρόληψη διαταραχών και εγκλημάτων.

Όσον αφορά την αναγκαιότητα παρέμβασης σε μια δημοκρατική κοινωνία, ο έλεγχος του Δικαστηρίου αφορούσε δύο σημεία:

(1) εάν η διαδικασία λήψης αποφάσεων που οδήγησε στην απόλυση του προσφεύγοντος περιβλήθηκε από διασφαλίσεις κατά της αυθαιρεσίας· και (2) εάν ο προσφεύγων είχε ωφεληθεί από διαδικαστικές εγγυήσεις, και ιδίως εάν είχε πρόσβαση σε επαρκή δικαστικό έλεγχο, και αν οι αρχές ενήργησαν επιμελώς και έγκαιρα.

Όσον αφορά το πρώτο σημείο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων που προηγείται της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του προσφεύγοντος ήταν πολύ σύντομη. Μετά από συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 26 Ιουλίου 2016, η οποία στόχευε στην εκτίμηση της κατάστασης των εργαζομένων που εργάζονται στον εν λόγω Οργανισμό της Άγκυρας, είχε αποφασιστεί να καταγγελθούν οι συμβάσεις εργασίας έξι υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) του αριθ. 667 έκτακτου νομοθετικού διατάγματος, λόγω της συμμετοχής τους σε οργανώσεις που απειλούν την εθνική ασφάλεια ή την ύπαρξη συνδέσμων ή συνδέσεων με τέτοιες οργανώσεις. Το Δικαστήριο σημείωσε την ασάφεια και την αβεβαιότητα αυτής της διατύπωσης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση που έλαβε το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού τεκμηριώθηκε μέσω της απλής αναφοράς στη διατύπωση του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) του υπ’ αριθ. 667 έκτακτου νομοθετικού διατάγματος, το οποίο προέβλεπε την απόλυση υπαλλήλων που θεωρούνται ότι ανήκουν, συνδέονται ή συσχετίζονται με παράνομη οργάνωση. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο εργοδότης του προσφεύγοντος δεν είχε προσδιορίσει τη φύση των δράσεων του προσφεύγοντος δικαιολογώντας ενδεχομένως την εκτίμηση ότι είχε δεσμούς με παράνομη οργάνωση.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, καμία συγκεκριμένη κατηγορία δεν παρουσιάστηκε σχετικά με την υποτιθέμενη ύπαρξη σχέσεων με μια τέτοια τρομοκρατική οργάνωση. Από τις Παρατηρήσεις της κυβέρνησης προέκυψε ότι ο προσφεύγων είχε απολυθεί λόγω της εθελοντικής του συμμετοχής σε δραστηριότητες που συνδέονται με τρομοκρατικές οργανώσεις. Ομοίως, προέκυψε από τις εγχώριες αποφάσεις των δικαστηρίων ότι η εκτίμηση του εργοδότη του προσφεύγοντος αφορούσε την υποτιθέμενη ύπαρξη δεσμών μεταξύ του προσφεύγοντος και της οργάνωσης FETÖ/PDY. Εν ολίγοις, ο προσφεύγων  απολύθηκε με το επιχείρημα ότι είχε δεσμούς με μια παράνομη μυστική οργάνωση, η οποία εθνικές αρχές θεώρησαν ότι υποκίνησε το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016. Το Δικαστήριο θα μπορούσε να αποδεχθεί, σύμφωνα με τα πορίσματά του βάσει του άρθρου 6, ότι η απλοποιημένη διαδικασία που θεσπίστηκε με το υπ’ αριθ. 667 νομοθετικό διάταγμα [που επιτρέπει την απόλυση δημοσίων υπαλλήλων και άλλων υπαλλήλων δημόσιων υπηρεσιών] θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη υπό το φως των πολύ συγκεκριμένων περιστάσεων μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, δεδομένου ότι τα μέτρα που ελήφθησαν κατά την κατάσταση έκτακτης ανάγκης είχαν υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο. Κατά συνέπεια, θεώρησε ότι δεν απαιτείται περαιτέρω αξιολόγηση της εν λόγω διαδικασίας ενόψει των προαναφερθέντων περιστάσεων.

Όσον αφορά το δεύτερο σημείο, δηλαδή, την πληρότητα του δικαστικού ελέγχου των επίμαχων μέτρων, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει την αρχή ότι κάθε άτομο που υπόκειται σε μέτρο για λόγους εθνικής ασφάλειας πρέπει να διαθέτει διασφαλίσεις κατά της αυθαιρεσίας.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η εκτίμηση από τις δημόσιες αρχές ή άλλων φορέων που δραστηριοποιούνται στον δημόσιο τομέα δράσεων που αποτελούν απειλή για την εθνική ασφάλεια θα ήταν φυσικά σημαντική. Ωστόσο, τα εγχώρια δικαστήρια θα πρέπει να μπορούν να αντιδρούν σε περιπτώσεις ότι αυτή η έννοια επικαλείται χωρίς καμία λογική βάση στα γεγονότα ή υπήρχε αυθαίρετη ερμηνεία.

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να αποφανθεί επί των εκτιμήσεων των εθνικών αρχών που αποτέλεσαν τους λόγους για την απόλυση του προσφεύγοντος. Πράγματι, παρόλο που αυτό το μέτρο βασίστηκε στην υποτιθέμενη ύπαρξη δεσμών μεταξύ του προσφεύγοντος και μιας παράνομης οργάνωσης, η κυβέρνηση απλώς αναφέρθηκε στις δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν από τα εγχώρια δικαστήρια. Οι αποφάσεις αυτές δεν έριξαν φως στα κριτήρια που είχαν χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσουν την απόφαση του εργοδότη και να προσδιοριστεί η ακριβής φύση των κατηγοριών εναντίον του προσφεύγοντος. Τα εγχώρια δικαστήρια είχαν δεχτεί ότι η εκτίμηση του εργοδότη ήταν ένας έγκυρος λόγος για να διατάξει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, χωρίς να εκτιμήσουν διεξοδικά το επίμαχο μέτρο και παρά τις σημαντικές επιπτώσεις του τελευταίου στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στο σεβασμό της ιδιωτικής του ζωή.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ακόμη και όταν διακυβεύεται η εθνική ασφάλεια, οι έννοιες της νομιμότητας και του κράτους δικαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία απαιτούν τα μέτρα που λαμβάνονται και τα οποία επηρεάζουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, να υπόκειται σε κάποια μορφή αντιδικίας ενώπιον ανεξάρτητου οργάνου αρμόδιου για αξιολόγηση της αιτιολογικής βάσης της απόφασης και των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι στην παρούσα υπόθεση τα εθνικά δικαστήρια δεν κατάφεραν να προσδιορίσουν τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους είχε καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας του προσφεύγοντος.

Κατά συνέπεια, ο δικαστικός έλεγχος του επίδικου μέτρου στην παρούσα υπόθεση ήταν ανεπαρκής.

Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν είχε επωφεληθεί από τον ελάχιστο βαθμό προστασίας από αυθαίρετες παρεμβάσεις όπως απαιτείται από το άρθρο 8 της σύμβασης. Επιπλέον, έκρινε ότι το επίμαχο μέτρο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απαιτούμενο και αναγκαίο από τις ειδικές περιστάσεις της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης

Δίκαι ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι η Τουρκία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 4.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

Μειοψηφούσες απόψεις

Οι δικαστές Bošnjak και Koskelo εξέφρασαν σύμφωνε γνώμες. Ο δικαστής Yüksel εξέφρασε εν μέρει αντίθετη γνώμη. Οι απόψεις αυτές επισυνάπτονται στην απόφαση.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες