Ανάκληση ιθαγένειας και απέλαση πατέρα 4 παιδιών μετά από 10 χρόνια, γιατί δεν ανέγραψε στην αίτηση για ιθαγένεια τα ονόματα των αδερφών του! Παραβίαση δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής του ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

Usmanov κατά Ρωσίας της 22.12.2020 (αριθ. προσφ. 43936/18)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ανάκληση ιθαγένειας για φορμαλιστικούς λόγους. Απέλαση και απαγόρευση εισόδου στη χώρα. Παραβίαση σεβασμού της οικογενειακής ζωής.

Η υπόθεση αφορούσε την ανάκληση της Ρωσικής  ιθαγένειας από τον προσφεύγοντα και την διαταγή απέλασης του από την Ρωσία, στην οποία ζούσε για παραπάνω από 10 χρόνια, ήταν παντρεμένος με Ρωσίδα υπήκοο και είχαν αποκτήσει 4 παιδιά, εκ των οποίων τα δύο γεννήθηκαν στη Ρωσία. Η ανάκληση έγινε σύμφωνα με νομοθετική διάταξη γιατί κατά  την συμπλήρωση της αίτησης για την απόκτηση της ρωσικής ιθαγένειας είχε παραλείψει να συμπληρώσει σε σχετικό πεδίο τα ονόματα των αδερφών του. Άσκησε προσφυγή γιατί η απέλαση του στερούσε το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής του ζωής.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ανάκληση της ιθαγένειας του προσφεύγοντος για τέτοια επουσιώδη παράλειψη, χωρίς οι αρχές να προσπαθήσουν να εξισορροπήσουν τα διακυβευόμενα συμφέροντα, ήταν εξαιρετικά δυσανάλογη. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της Σύμβασης).

Το δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα  10.162 ευρώ για ηθική βλάβη  και αποζημίωση.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Αρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Bakhtiyer Kasymzhanovich Usmanov, είναι υπήκοος του Τατζικιστάν ο οποίος γεννήθηκε το 1977. Ο προσφεύγων μετακόμισε στη Ρωσία το 2007, μαζί με τη σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά. Αυτός και η σύζυγός του απέκτησαν άλλα δυο παιδία στη συνέχεια στη Ρωσία.

Το 2008 ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της ρωσικής υπηκοότητας. Ωστόσο, 10 χρόνια αργότερα η ιθαγένεια του ανακλήθηκε επειδή είχε παραλείψει να αναγράψει τα ονόματα των αδελφών του στην παραπάνω αίτησή του. Οι εγχώριες αρχές απέρριψαν τα επιχειρήματά του ότι οι πληροφορίες που έλλειπαν δεν ήταν σημαντικές καθώς και ότι είχε ισχυρούς δεσμούς με τη Ρωσία. Ως αποτέλεσμα, έμεινε χωρίς έγκυρα έγγραφα ταυτότητας.

Τον Απρίλιο του 2018, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας αποφάσισε να εκδώσει απόφαση απαγόρευσης εισόδου για 35 χρόνια στη Ρωσία γιατί αποτελούσε απειλή για την εθνική ασφάλεια. Έπρεπε να φύγει από τη χώρα πριν τις 17 Αυγούστου 2018. Συνελήφθη το Νοέμβριο του 2018 και κρατούνταν σε κέντρο προσωρινής κράτησης για αλλοδαπούς επειδή δεν συμμορφώθηκε με την διαταγή να εγκαταλείψει τη χώρα. Τα δικαστήρια διέταξαν τη βίαιη απομάκρυνσή του από τη Ρωσία.

Αμφισβήτησε την απαγόρευση εισόδου και τη διοικητική του απομάκρυνση ενώπιον των δικαστηρίων αλλά χωρίς επιτυχία. Τα δικαστήρια αποφάνθηκαν συγκεκριμένα ότι η απαγόρευση εισόδου είχε εκδοθεί από την αρμόδια αρχή και ότι, σε κάθε περίπτωση, η οικογένεια θα μπορούσε να τον ακολουθήσει ή να μείνει στη Ρωσία και να λάβει οικονομική υποστήριξη από το εξωτερικό. Επί πλέον, τα δικαστήρια δεν βρήκαν στοιχεία ότι η απομάκρυνσή του παραβίαζε την ΕΣΔΑ.

Η απομάκρυνση του κ. Usmanov αναβλήθηκε τον Δεκέμβριο του 2018 εν αναμονή της διαδικασίας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου μετά την έγκριση του αιτήματός του για λήψη προσωρινών μέτρων βάσει του άρθρου 39 του Κανονισμού του Δικαστηρίου. Ο προσφεύγων έκτοτε έχει ασκήσει ένσταση κατά της κράτησής του.

Βασιζόμενος στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής), ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι, με την έκδοση αποφάσεων για ανάκληση της ρωσικής ιθαγένειας και με τον αποκλεισμό του από τη Ρωσία, οι αρχές είχαν αποτύχει να λάβουν δεόντως υπόψη την οικογενειακή του κατάσταση ή να εξηγήσουν γιατί αποτελούσε απειλή για την εθνική  ασφάλεια.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Πρώτον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ανάκληση της ιθαγένειας του προσφεύγοντος είχε παρεμποδίσει τα δικαιώματά του βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης. Είχε στερηθεί οποιοδήποτε νομικό καθεστώς στη Ρωσία και απελάθηκε χωρίς κανένα έγκυρο έγγραφο ταυτότητας. Το Δικαστήριο σημείωσε συγκεκριμένα ότι οι Ρώσοι πολίτες έπρεπε να επιδεικνύουν την ταυτότητά τους ασυνήθιστα συχνά στην καθημερινή τους ζωή, από την αγορά εισιτηρίου τρένου έως πιο σημαντικές ανάγκες όπως η εύρεση εργασίας ή λήψη ιατρικής περίθαλψης. Η ανάκληση της ιθαγένειας του προσφεύγοντος υπήρξε προϋπόθεση για τις αποφάσεις επιβολής της απαγόρευσης εισόδου και την απομάκρυνσή του από τη χώρα.

Η κυβέρνηση συμφώνησε ότι υπήρξε παρέμβαση στα δικαιώματα του προσφεύγοντος, αλλά υποστήριξε ότι η ισχύουσα νομοθεσία δεν είχαν αφήσει καμία διακριτική ευχέρεια στις αρχές σε καταστάσεις όπου ένα άτομο είχε παραλείψει πληροφορίες στην αίτησή του για ρωσική ιθαγένεια. Αφού επιβεβαιώθηκε ότι οι πληροφορίες που υπέβαλε ο προσφεύγων ήταν ελλιπείς, οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ακυρώσουν την απόφαση για τη χορήγηση ρωσικής ιθαγένειας, ανεξάρτητα από το διάστημα  πέρασε από την απόκτησή της, την ισχύ  των δεσμών του με τη Ρωσία, την οικογενειακή του κατάσταση ή άλλους σημαντικούς παράγοντες.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι μια τέτοια προσέγγιση ήταν υπερβολικά φορμαλιστική. Είχε βασιστεί στο  ισχύον νομικό πλαίσιο, όπως ίσχυε τότε, και είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία παροχής στον προσφεύγοντα επαρκούς προστασίας από αυθαίρετες παρεμβολές.

Επομένως, η κυβέρνηση δεν είχε αποδείξει γιατί το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν υπέβαλε πληροφορίες αναφορικά με μερικά από τα αδέλφια του ήταν τόσο σοβαρό που δικαιολογούσε την αφαίρεση της Ρωσικής ιθαγένειας χρόνια μετά την απόκτησή της.

Πράγματι, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ανάκληση της ιθαγένειας του προσφεύγοντος για τέτοια παράλειψη, χωρίς οι αρχές να προσπαθήσουν να εξισορροπήσουν τα διακυβευόμενα συμφέροντα, ήταν εξαιρετικά δυσανάλογη. Το δικαστήριο συνεπώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης λόγω της ανάκλησης της ρωσικής ιθαγένειας.

Ομοίως, ούτε στις διαδικασίες που αφορούσαν την απαγόρευση εισόδου στη Ρωσία ούτε στις διαδικασίες αναφορικά με την διοικητική του απομάκρυνση, τα εθνικά δικαστήρια εξισορρόπησαν δεόντως τα διακυβευόμενα συμφέροντα.

Συνολικά, στις δύο αυτές διαδικασίες δεν αποδείχθηκε πειστικά ότι η φερόμενη απειλή του  προσφεύγοντος στην εθνική ασφάλεια υπερέβαινε το γεγονός ότι  ζούσε στη Ρωσία για μεγάλο χρονικό διάστημα με Ρωσίδα υπήκοο, με την οποία είχε αποκτήσει 4 παιδιά, δύο από τα οποία είχαν γεννηθεί στη Ρωσία. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Ρωσία ο προσφεύγων δεν είχε διαπράξει αδικήματα.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της Σύμβασης) του προσφεύγοντος, λόγω της απόφασης απομάκρυνσής του από τη χώρα.

Δεδομένων των ανωτέρω συμπερασμάτων, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστεί η καταγγελία του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 8 της σύμβασης σχετικά με την επιβολή της απαγόρευσης εισόδου σε αυτόν.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρωσία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 162 ευρώ για αποζημίωση,  10.000 ευρώ για ηθική ζημία και 850 ευρώ για έξοδα και δαπάνες. (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες