Αυθαίρετη κατηγορία για εξτρεμιστική δράση λόγω ασαφούς νομικού πλαισίου. Παραβίαση ελευθερίας της έκφρασης. Αόριστη ποινική διάταξη

ΑΠΟΦΑΣΗ

Karastelev κ.α. κατά Ρωσίας της 06.10.2020 (αρ. προσφ. 16435/10)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ποινική δίωξη δυνάμει μη προβλέψιμου νομοθετικού πλαισίου  και ελευθερία της έκφρασης. Η υπόθεση αφορά ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίων στελεχών ΜΚΟ για εξτρεμιστική δράση λόγω  της διοργάνωσης διαδήλωσης κατά προσφάτου νόμου που επέβαλε την συνοδεία ανηλίκων από ενήλικες κατά την διάρκεια της νύχτας. Οι προσφεύγοντες κατηγορήθηκαν ότι έκαναν προπαγάνδα σε ανήλικους παρακινώντας τους να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις τους. Τα εγχώρια δικαστήρια απέρριψαν την μία προσφυγή και διέκοψαν την δίκη ως προς την άλλη προσφυγή λόγω δεδικασμένου.

Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι οι σχετικές διατάξεις της αντι-εξτρεμιστικής νομοθεσίας διατυπώθηκαν με  γενικούς όρους, καθιστώντας την εφαρμογή τους μη προβλέψιμη. Τέτοιες γενικές ελλείψεις στο κανονιστικό πλαίσιο είχαν επισημανθεί στην περίπτωση των προσφευγόντων, οι οποίοι καταδικάστηκαν χωρίς σαφείς αποδείξεις για τη θεμελίωση εξτρεμιστικής δραστηριότητας και άσκηση βίας. Κατά συνέπεια το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρχε παρέμβαση και παραβίαση της  ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ) των προσφευγόντων.

Ακολούθως το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η απόρριψη της προσφυγής το πρώτου προσφεύγοντα, λόγω δεδικασμένου το οποίο δεν ίσχυε, εμπόδισε το δικαίωμα του για προσφυγή στην δικαιοσύνη. Παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο επιδίκασε στον πρώτο προσφεύγοντα το ποσό των 3.000 ευρώ ως αποζημίωση για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 10,

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι οι Vadim Yevgenyevich Karastelev, Tamara Viktorovna Karasteleva, που έχει αποβιώσει,  και η μη κυβερνητική οργάνωση με την επωνυμία «Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Novorossiysk» («NCHR »).

Τον Απρίλη του 2009 οι δύο πρώτοι προσφεύγοντες οι οποίοι ήταν τότε αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος και διευθύνων σύμβουλος αντιστοίχως του NCHR, πραγματοποίησαν δημόσιες διαμαρτυρίες στο Novorossiysk εναντίον νόμου που ψηφίστηκε εκείνη την περίοδο, ο οποίος προέβλεπε, μεταξύ άλλων,  οι ανήλικοι να συνοδεύονται από ενήλικους σε δημόσιους χώρους κατά τη διάρκεια της  νύχτας.

Οι καταγγελίες υποβλήθηκαν στη συνέχεια στο γραφείο του εισαγγελέα του Novorossiysk από τους γονείς των δύο εφήβων που είχαν συνομιλήσει με τους προσφεύγοντες κατά τη διάρκεια μιας από τις διαμαρτυρίες. Υποστήριξαν ιδιαίτερα ότι οι προσφεύγοντες είχαν κάνει προπαγάνδα στους ανήλικους, κατά τη διάρκεια των διαμαρτυριών και στο σχολείο τους, ενθαρρύνοντάς τους να συμμετάσχουν σε μελλοντικές διαδηλώσεις κατά του νέου νόμου.

Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι απλώς εξήγησαν τον λόγο της διαμαρτυρίας τους όταν οι δύο έφηβοι τους πλησίασαν υποβάλλοντάς τους ερωτήσεις. Δεν είχαν καμία άλλη επαφή  μαζί τους.

Οι δύο έφηβοι δήλωσαν ότι είχαν μιλήσει με τους προσφεύγοντες, οι οποίοι τους είχαν πει να φέρουν φίλους τους στην επόμενη διαδήλωση, αλλά θεώρησαν ότι αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει αναταραχή.

Το Μάη του 2009, η εισαγγελία προειδοποίησε τους προσφεύγοντες διαπιστώνοντας ότι η συμπεριφορά τους ισοδυναμούσε με  «εξτρεμιστική δραστηριότητα» βάσει του σχετικού εσωτερικού δικαίου, δηλαδή «παρακώλυση των νόμιμων κρατικών δραστηριοτήτων σε συνδυασμό με βία ή απειλή αυτής». Συγκεκριμένα, αφίσες  που είχαν αναρτηθεί κατά τη διάρκεια μιας από τις διαδηλώσεις με το σύνθημα «Η ελευθερία δεν δίνεται,  πρέπει να διεκδικείται»  και οι προσκλήσεις των προσφευγόντων σε ανήλικους για να συμμετάσχουν σε διαδηλώσεις είχαν ενθαρρύνει την ανυπακοή στο  δίκαιο και τις δημόσιες αρχές.

Και οι δύο προσφεύγοντες κίνησαν προσέφυγαν στα δικαστήρια. Τον Ιούνιο του 2009 τα δικαστήρια απέρριψαν τη καταγγελία που υπέβαλε η δεύτερη προσφεύγουσα στηρίζοντας την απόφασή τους σε αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η εισαγγελική αρχή, δηλαδή εκθέσεις εμπειρογνωμόνων που καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η αφίσα και οι ενέργειες των προσφευγόντων θα μπορούσαν να θεωρηθούν  από τους εφήβους ως έκκληση να αντισταθούν ενεργά στις αρχές. Όλα τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν απορρίφθηκαν. Η διαδικασία που άσκησε ο πρώτος προσφεύγων κρίθηκε απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, επειδή το ζήτημα είχε ήδη κριθεί στην περίπτωση της δεύτερης προσφεύγουσας.

Στηριζόμενοι στο άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η δίωξη  του εισαγγελέα για συμμετοχή  σε αντι-εξτρεμιστικές διαδικασίες σε σχέση με την  ειρηνική διαμαρτυρία τους και τη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια διαδήλωσης ήταν παράνομη και αυθαίρετη. Παραπονέθηκαν ειδικότερα ότι η αντι-εξτρεμιστική νομοθεσία διατυπώθηκε με αόριστους όρους και δεν θα μπορούσε να έχει εύλογα προβλεφθεί ότι η κριτική τους για το νόμο αναφορικά με τους ανηλίκους θα τους καθιστούσε υπόλογους βάσει της νομοθεσίας.

Ο πρώτος προσφεύγων παραπονέθηκε επίσης σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο) ότι η διακοπή των διαδικασιών στην περίπτωσή του του είχε στερήσει οποιαδήποτε δικαστική προστασία για την προειδοποίηση που του είχε γίνει προσωπικά.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο απέρριψε τις καταγγελίες της προσφεύγουσας ΜΚΟ ως απαράδεκτες και έκρινε ότι ο Dmitriy Karastelev, ο γιος της δεύτερης προσφεύγουσας είχε τη δυνατότητα να υπεισέλθει στη δίκη για τα αιτήματα της θανούσης μητέρας του.

Άρθρο 10

Η κυβέρνηση δέχθηκε ότι οι τρεις νομικές διαδικασίες που κινήθηκαν εναντίον των προσφευγόντων- προειδοποίηση, επίπληξη και τέλος έκδοση εντολής –  είχαν παρεμποδίσει την ελευθερία της έκφρασης. Η προειδοποίηση ανέφερε ότι η συμπεριφορά των προσφευγόντων ενδεχομένως αποτελούσε «εξτρεμιστική δραστηριότητα» βάσει του ρωσικού νόμου, και θα μπορούσε να θεωρηθούν υπόλογοι για διοικητικό αδίκημα. Επομένως, οι προσφεύγοντες έπρεπε να επιλέξουν μεταξύ της συμμόρφωσης με την προειδοποίηση, η οποία ουσιαστικά σήμαινε την αποφυγή περαιτέρω διαμαρτυριών, ή αλλιώς θα διώκονταν. Η δεύτερη προσφεύγουσα παραιτήθηκε από τη θέση της ως διευθύνων σύμβουλος του NCHR, με σκοπό τη συμμόρφωση με τις διαδικασίες επίπληξης και έκδοσης εντολής, με σκοπό την αποφυγή διάλυσης της ΜΚΟ.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι διαδικασίες αυτές είχαν βάση στο εθνικό δίκαιο, δηλαδή στις διατάξεις  του Εξτρεμιστικού Νόμου και στον Ποινικό κώδικα, αλλά ότι οι διατάξεις αυτές ήταν αορίστως διατυπωμένες, αφήνοντας ευρεία διακριτική ευχέρεια στον εισαγγελέα,  κάνοντας την εφαρμογή τους απρόβλεπτη. Η άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας δεν είχε λάβει υπόψη ορισμένα κριτήρια όπως ορίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 10 της σύμβασης, ιδίως σε τέτοιου είδους περιπτώσεις όσον αφορά τον κίνδυνο επιβλαβών συνεπειών που απορρέουν από την άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης.

Επιπλέον, η κυβέρνηση δεν παρείχε καμία εξήγηση ως προς το σκεπτικό εφαρμογής της επίπληξης και της έκδοσης εντολής προσοχής, σε περίπτωση που, όπως στην υπόθεση των προσφευγόντων, η επίμαχη συμπεριφορά αποδίδεται άμεσα στην προσωπική άσκηση αυτού του δικαιώματος και όχι σε δραστηριότητες της ΜΚΟ.

Αν και ο δικαστικός έλεγχος ήταν διαθέσιμος προς αμφισβήτηση των διαδικασιών, δεν υπήρχε τίποτα που να αποδεικνύει ότι η νομοθεσία και η πρακτική εκείνη τη στιγμή επέτρεψαν στα δικαστήρια να εξακριβώσουν εάν η «παρέμβαση» στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» γιατί  «επιδίωκε έναν νόμιμο στόχο» και εάν το εφαρμοστέο πλαίσιο είχε παράσχει επαρκείς διασφαλίσεις κατά της αυθαιρεσίας. Το εύρος των εξουσιών του εισαγγελέα ήταν τέτοιο που ήταν σχεδόν απαγορευτικό  να αποδείξουν ότι οι αποφάσεις τους ήταν παράνομες ή αλλιώς κατά παράβαση  του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης.

Τέτοιες γενικές ελλείψεις στο κανονιστικό πλαίσιο είχαν επισημανθεί στην περίπτωση των προσφευγόντων. Συγκεκριμένα, ο ορισμός μιας προειδοποίησης βάσει του νόμου περί καταστολής του εξτρεμισμού σχετίζεται με ορισμένες  παράνομες ενέργειες οι οποίες «σχεδιάζονται » από το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται το έγγραφο. Ωστόσο,  δεν είναι σαφές ποια στοιχεία δικαιολογούσαν τη διαπίστωση του εισαγγελέα ότι οι προσφεύγοντες ή άλλα πρόσωπα «σχεδίαζαν» εξτρεμιστική δραστηριότητα.

Επιπλέον, ο νόμος περί καταστολής του εξτρεμισμού χαρακτηρίζει ως «εξτρεμιστική δραστηριότητα» ενέργειες με σκοπό τη «παρεμπόδιση των νόμιμων δραστηριοτήτων των κρατικών αρχών» μόνο όταν συνδυάζονταν με  βία ή απειλές βίας. Ωστόσο, δεν υπήρχε τίποτα στην προειδοποίηση του εισαγγελέα προς τους προσφεύγοντες  που να τεκμηριώνει την ύπαρξη βίας. Ούτε ήταν ξεκάθαρο ποια ήταν η «παρακώληση» των κρατικών αρχών.

Επιπλέον, οι προσφεύγοντες δεν είχαν επιδιώξει να επηρεάσουν  οποιοδήποτε άτομο που ήταν προφανώς ανήλικο. Αντιθέτως οι δύο έφηβοι ήταν αυτοί που πλησίασαν τους προσφεύγοντες και υπέβαλαν ερωτήσεις. Πράγματι, ήταν παράλογο να εκδοθεί συμπέρασμα ότι η απλή εμφάνιση της εν λόγω αφίσας και η επαφή/συνομιλία των προσφευγόντων με τους δύο εφήβους θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υποκίνησαν την ανυπακοή στις αρχές.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εθνική νομοθεσία και πρακτική δεν ήταν προβλέψιμες ως προς τις επιπτώσεις και δεν είχαν παράσχει επαρκή προστασία έναντι της αυθαίρετης προσφυγής στα μέτρα της  προειδοποίησης, επίπληξης και διαδικασίας έκδοσης εντολής.

Επομένως, υπήρξε παρέμβαση στην ελευθερία έκφρασης του πρώτου και του δεύτερου προσφεύγοντος, η οποία δεν ήταν σύμφωνη  με το νόμο, κατά παράβαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

Άρθρο 6 § 1

Ο πρώτος προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι είχε κινήσει χωριστή διαδικασία για δικαστικό έλεγχο της προειδοποίησης που του απευθύνθηκε προσωπικά, αλλά ότι είχε διακοπεί εσφαλμένα για λόγους ότι το ζήτημα είχε ήδη εξεταστεί στη διαδικασία που κίνησε η δεύτερη προσφεύγουσα.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προειδοποιήσεις που δόθηκαν στον πρώτο και τον δεύτερο προσφεύγοντα ήταν πανομοιότυπες και ότι τους είχαν απευθυνθεί ως διευθύνοντες συμβούλους της ίδιας ΜΚΟ.

Ωστόσο, υπήρξε μια σημαντική διαφορά στις προειδοποιήσεις: είχαν επισημάνει συγκεκριμένα την προσωπική ευθύνη κάθε προσφεύγοντος σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Η προειδοποίηση για τον πρώτο προσφεύγοντα σχετίζονταν με τη δική του εκφραστική συμπεριφορά και συνεπώς αποτελούσε «παρέμβαση» στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης και, υπό την έννοια αυτή, μπορούσε να διακριθεί από την προειδοποίηση που είχε αμφισβητηθεί από τη δεύτερη προσφεύγουσα.

Το Δικαστήριο κατέληξε επομένως στο συμπέρασμα ότι το δικαίωμα πρόσβασης του πρώτου προσφεύγοντος σε δικαστήριο είχε περιοριστεί το 2001 με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό που η ίδια η ουσία αυτού του δικαιώματος είχε πληγεί, κατά παράβαση του Άρθρου 6 § 1.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρωσία έπρεπε να καταβάλει στον πρώτο προσφεύγοντα 3.000 ευρώ ως αποζημίωση και 850 ευρώ στο Ευρωπαϊκό Κέντρο υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσον αφορά το κόστος και τις δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες