Προανάκριση που διήρκησε παραπάνω από 5,5 χρόνια δεν παραβίασε την εύλογη διάρκεια της δίκης γιατί αφορούσε πολύπλοκη υπόθεση!

ΑΠΟΦΑΣΗ

Arewa κατά Λιθουανίας της 09.03.2021 (αριθ. προσφ. 16031/18)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Εύλογος χρόνος διάρκειας της προανάκρισης. Πολυπλοκότητα υπόθεσης.

Η υπόθεση αφορούσε ποινική δίωξη εναντίον του προσφεύγοντα για συμμετοχή σε παράνομη οικονομική δραστηριότητα με εμπλοκή τραπεζών και ύποπτες μεταφορές χρηματικών ποσών σε Ευρώπη, Κίνα, Αμερική. Η προανάκριση είχε ήδη διαρκέσει περί τα 5,5 έτη και ήταν σε εξέλιξη κατά τον χρόνο εκδίκασης της προσφυγής. Ο προσφεύγων άσκησε καταγγελία για παραβίαση του εύλογου χρόνου διάρκειας της δίκης και παραβίαση της οικογενειακής ζωής γιατί αναγκάστηκε σε όλη τη διάρκεια της προανάκρισης να διαμείνει μακριά από την οικογένεια του.

Το Στρασβούργο υπενθύμισε την πάγια νομολογία του για τα κριτήρια που καθορίζουν τη διάρκεια της δίκης τα οποία είναι ανάλογα με την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και την συνεργασία του κατηγορουμένου.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι στην παρούσα υπόθεση, έπρεπε να διεξαχθούν έρευνες στο Χονγκ Κονγκ, Ουγγαρία, Ισπανία, Δανία και ΗΠΑ και ότι για χρονικό διάστημα 2 ετών δεν προχώρησε η προανάκριση γιατί αναμένονταν αποδεικτικά στοιχεία από τις χώρες αυτές. Επίσης διαπίστωσε ότι ούτε η  συμπεριφορά του προσφεύγοντος (που άσκησε το δικαίωμα σιωπής και άρνησης της κατηγορίας  που αποτελούν δικαιώματά του θεσπισμένα από αναγνωρισμένα διεθνή πρότυπα που βρίσκονται στο επίκεντρο της έννοιας μιας δίκαιης διαδικασίας) προκάλεσε καθυστέρηση στην προανάκριση.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η έρευνα έγινε με την αναγκαία, αναλόγως των περιστάσεων, ταχύτητα και δεν παραβιάστηκε ο εύλογος χρόνος διάρκεια της προδικασίας (άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ). Αντιστοίχως έκρινε ως απαράδεκτη την καταγγελία για παραβίαση της οικογενειακής ζωής, λόγω μη εξάντλησης των εγχώριων ενδίκων μέσων.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Olusegun Bamise Arewa, είναι υπήκοος της Νιγηρίας ο οποίος γεννήθηκε το 1989 και ζει στο  Βίλνιους.

Η υπόθεση αφορούσε τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε εναντίον του για τη διεξαγωγή παράνομων οικονομικών δραστηριοτήτων και τον αντίκτυπό της  στην οικογενειακή του ζωή.

Στις 7 Ιουλίου 2014, μια τράπεζα στη Λιθουανία έλαβε πίστωση ποσού 1.853.800 δολαρίων ΗΠΑ (USD) στον λογαριασμό της εταιρείας Jammo. Η χρέωση του ποσού έγινε  από μια εταιρεία με την επωνυμία Sinowide Energy Limited, εγγεγραμμένη στο Χονγκ Κονγκ. Έπειτα έγινε προσπάθεια ανάληψης από αυτό το ποσό 100.000 ευρώ σε μετρητά και μεταφορά των υπολοίπων σε μη αναγνωρισμένους παραλήπτες στην Ιταλία. Δεδομένου ότι τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στην τράπεζα από τον διευθυντή της εταιρείας Jammo, κ. A., πολίτη της Νιγηρίας και ολόκληρη η τραπεζική συναλλαγή  ήταν ύποπτη, η τράπεζα πάγωσε τη συναλλαγή  των 1.853.800 USD και ειδοποίησε την Υπηρεσία Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Εγκλημάτων (Finansinių nusikaltimų tyrimo) tarnyba – «το FCIS») της Δημοκρατίας της Λιθουανίας για πιθανή εγκληματική δραστηριότητα.

Βασιζόμενος ιδίως στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρόνου) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι οι ποινικές διαδικασίες  εναντίον του δεν έχουν εκδικασθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Η δίωξη εναντίον του προσφεύγοντα ξεκίνησε  τουλάχιστον από την ημερομηνία κατά την οποία του επιδόθηκε η επίσημη κλήση για κατάθεση στις 15 Ιουλίου 2014. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες που είχε στη διάθεσή του το Δικαστήριο, οι ποινικές διαδικασίες βρίσκονταν ακόμη στο στάδιο της προανακριτικής  έρευνας έως τις 22 Οκτωβρίου 2019. Έτσι, η εξεταζόμενη περίοδος διήρκεσε τουλάχιστον πέντε χρόνια και τρεις μήνες.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η εύλογη διάρκεια της διαδικασίας πρέπει να εκτιμηθεί υπό το φως των περιστάσεων της υπόθεσης και με αναφορά στα ακόλουθα κριτήρια: την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, την συμπεριφορά του κατηγορούμενου και τις αρμόδιες αρχές, και το διακύβευμα του κατηγορουμένου στη δίκη. Επιπλέον, μόνο καθυστερήσεις που οφείλονται στο κράτος μπορούν να δικαιολογήσουν διαπίστωση της μη συμμόρφωσης με την απαίτηση «εύλογου χρόνου».

Το Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι η διαδικασία εναντίον του προσφεύγοντος περιείχε ένα βαθμό πολυπλοκότητας, δεδομένου ότι ο προσφεύγων ήταν ύποπτος για απάτη μέσω μίας ανύπαρκτης εταιρείας στη Λιθουανία και συμμετείχε σε διεθνή νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η κλίμακα και η πολυπλοκότητα μιας ποινικής υπόθεσης που αφορά υπόνοια νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και πλαστογράφησης εγγράφων, η οποία συχνά επιδεινώνεται με τη συμμετοχή πολλών υπόπτων, μπορεί να δικαιολογήσει την εκτεταμένη διάρκεια της διαδικασίας. Στην παρούσα υπόθεση, έπρεπε να διεξαχθούν έρευνες σε Χονγκ Κονγκ, Ουγγαρία, Ισπανία, Δανία και ΗΠΑ . Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις περιστάσεις, και επίσης υπό το πρίσμα των διεθνών υποχρεώσεων της Λιθουανίας το Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι η έρευνα ήταν σχετική, χρονοβόρα και δύσκολη.

Όσον αφορά τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι είχε αρχικά αρνηθεί να καταθέσει και επέλεξε να καταθέσει μόνο τρία χρόνια αργότερα. Ωστόσο, και σε αντίθεση με όσα είχε  προτείνει η κυβέρνηση, το δικαίωμα σιωπής και το δικαίωμα άρνησης της κατηγορίας  είναι γενικά αναγνωρισμένα διεθνή πρότυπα που βρίσκονται στο επίκεντρο της έννοιας μιας δίκαιης διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 6, και το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιπλήξει  τον προσφεύγοντα για αυτόν τον λόγο. Δεν υποστηρίχθηκε  από την κυβέρνηση ότι ο προσφεύγων εμπόδισε τη διεξαγωγή  ποινικής έρευνας, παρατείνοντας έτσι τη διάρκειά της. Επομένως, το Δικαστήριο δεν ήταν  πεπεισμένο ότι η συμπεριφορά του προσφεύγοντος ήταν υπαίτια από μόνη της, για τη διάρκεια της διαδικασίας.

Όσον αφορά τη συμπεριφορά των λιθουανικών αρχών, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι για περισσότερα από δύο χρόνια – μεταξύ 16.09.2014 και 23.01.2017 – δεν πραγματοποίησαν έρευνες ενώ ανέμεναν απαντήσεις στα αιτήματά τους για νομική συνδρομή από ξένες δικαιοδοσίες . Στη νομολογία του σύμφωνα με το άρθρο 5 § 3 της Σύμβασης, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η ανάγκη απόκτησης αποδεικτικών στοιχείων από πολλές πηγές, συμπεριλαμβανομένου του εξωτερικού, και για τον προσδιορισμό των γεγονότων και του βαθμού φερόμενης ευθύνης καθενός από τους υπόπτους συνιστά σχετικούς και επαρκείς λόγους για την κράτηση των προσφευγόντων κατά την περίοδο που απαιτείται για τον τερματισμό της έρευνας.

Σε ό,τι διακυβεύεται για τον προσφεύγοντα , το Δικαστήριο σημείωσε ότι είχε αρχικά κρατηθεί, για 2 μήνες. Στη συνέχεια, η κράτηση περιορίστηκε σε υποχρέωση εμφάνισης στο αστυνομικό τμήμα σε εβδομαδιαία βάση και στην απαγόρευση εξόδου από την χώρα. Το Δικαστήριο παρατήρησε  επίσης το γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε συμφωνήσει να διατηρηθεί το τελευταίο περιοριστικό  μέτρο για να εγγυηθεί η συμμετοχή του στις ποινικές διαδικασίες.

Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε  ότι κατά τη διάρκεια των περισσότερων ποινικών διαδικασιών εναντίον του, ο προσφεύγων είχε υποχρεωθεί να διαμείνει στη Λιθουανία χωρίς νόμιμη άδεια παραμονής. Δεν είναι παράλογο να υποστηριχθεί ότι μια τέτοια κατάσταση του προκάλεσε ορισμένα αισθήματα ανασφάλειας. Το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη τη νομολογία του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία όταν ένας αλλοδαπός κρατείται στη Λιθουανία αλλά χωρίς άδεια παραμονής, η κατάσταση είναι «μάλλον παράδοξη». Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι σε καμία περίπτωση κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας δεν θα είχε ληφθεί απόφαση σχετικά με την απέλασή του. Επομένως, το Δικαστήριο δεν ήταν διατεθειμένο να αποφανθεί ότι ακόμη και αν υπήρχαν εκκρεμείς ποινικές κατηγορίες εναντίον του, ο προσφεύγων υπέστη πρακτικές συνέπειες. Επιπλέον, όπως δηλώνεται σαφώς από το ποινικό δικαστήριο, καθώς και από το Τμήμα Μετανάστευσης και στη συνέχεια από το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο του Βίλνιους, οποιαδήποτε αρνητική επίπτωση στον προσφεύγοντα ήταν εξαιτίας του γεγονότος ότι ήταν ύποπτος διάπραξης σοβαρού αδικήματος.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να κρίνει ότι η ποινική υπόθεση, δεν εκτελέστηκε με την αναγκαία ταχύτητα και, ως εκ τούτου, δεν ικανοποίησε την απαίτηση του εύλογου χρόνου.

Κατά συνέπεια, δεν διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Άρθρο 8

Αναφορικά με τη καταγγελία παραβίασης του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων δεν κατήγγειλε ότι δεν μπορούσε να ζήσει με την κα E.M. ή το παιδί τους. Επιπλέον, το Δικαστήριο συμμερίστηκε την άποψη της κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων έπρεπε να είχε υποβάλει καταγγελία βάσει του άρθρου 8 στα εθνικά δικαστήρια, το οποίο δεν έκανε. Συνεπώς, αυτή η καταγγελία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 1 και 4 της Σύμβασης (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες