Η οικειοθελής παραίτηση υπόπτου από το δικαίωμα του να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο στην ανάκριση δεν στοιχειοθετεί παραβίαση της δίκαιης δίκης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Fariz Ahmadov κατά  Αζερμπαϊτζάν της 14.01.2021  (αρ. προσφ.  40321/07)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Παραίτηση υπόπτου στην προδικασία από το δικαίωμα εκπροσώπησης από συνήγορο. Εκπροσώπηση από δικηγόρο και δίκαιη δίκη.

Ο προσφεύγων καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση για κατοχή ναρκωτικών. Κατά την διάρκεια της προδικασίας υπέγραψε οικειοθελώς παραίτηση από το δικαίωμα να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο. Άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ ισχυριζόμενος παραβίαση της δίκαιης δίκης, με την αιτιολογία ότι ακόμα και την οικειοθελή παραίτηση έπρεπε να την υπογράψει παρουσία δικηγόρου.

Το Στρασβούργο επανέλαβε την πάγια νομολογία του,  ότι το δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο ισχύει και καθ’ όλη τη διάρκεια της προδικασίας – και  είναι μια σημαντική διαδικαστική εγγύηση που στοχεύει, μεταξύ άλλων, στην αποτροπή της συλλογής αποδεικτικών στοιχείων μέσω μεθόδων εξαναγκασμού.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της προδικασίας, ο προσφεύγων δεν ισχυρίστηκε ότι η παραίτηση και οι καταθέσεις  του είχαν ληφθεί παρά τη θέληση του  και υπό την πίεση της αστυνομίας, και ότι η προϋπόθεση της υπογραφής της παραίτησης παρουσία δικηγόρου δεν δύναται να θεωρηθεί μείζονος σημασίας.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου  αφού εξέτασε τη διαδικασία στο σύνολο της, έκρινε ότι δεν υπήρχε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης (άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ).

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6 § 1

Άρθρο 6 3(γ)

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Fariz Alam oglu Ahmadov, ήταν υπήκοος του Αζερμπαϊτζάν που γεννήθηκε το 1971 και έζησε στο Mingachevir (Αζερμπαϊτζάν). Ο προσφεύγων απεβίωσε στις 13 Οκτωβρίου 2015. Η μητέρα του υπεισήλθε ως διάδικος στη θέση του.

Η προσφυγή  αφορούσε την ποινική διαδικασία  που οδήγησε  στην καταδίκη του προσφεύγοντος  για κατοχή ναρκωτικών.

Στις 7 Μαρτίου 2005 ο  A.S. συνελήφθη για κατοχή ναρκωτικών. Δήλωσε ότι είχε αγοράσει τα ναρκωτικά από τον προσφεύγοντα.  Οι ναρκωτικές ουσίες  που κατασχέθηκαν αρχικά ήταν 0,24 γραμμάρια μαριχουάνας.

Στις 10 Μαρτίου 2005 ασκήθηκε δίωξη εναντίον του προσφεύγοντα. Ενημερώθηκε για τα δικαιώματά του, αλλά υπέγραψε χειρόγραφη παραίτηση από το δικαίωμά του για εκπροσώπηση από  δικηγόρο.

Η διαδικασία προχώρησε συμπεριλαμβανομένης της κατάθεσης του στον ανακριτή, χωρίς την παράσταση συνηγόρου υπεράσπισης. Η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος παρατάθηκε αρκετές φορές.

Στις 5 Αυγούστου 2005  ο A.S. δήλωσε κατά τη διάρκεια μιας κατάθεσης ότι είχε λάβει κοπριά, και όχι μαριχουάνα, από τον προσφεύγοντα. Αργότερα άλλαξε αυτή την κατάθεση απουσία του προσφεύγοντος. Βασιζόμενος σε αυτή την κατάθεση του μάρτυρα ο προσφεύγων  ζήτησε να παυθεί η ποινική του δίωξη. Η υπόθεση επέστρεψε στον εισαγγελέα για έρευνα.

Στις 29 Δεκεμβρίου 2005, ασκήθηκε και πάλι δίωξη εναντίον του προσφεύγοντα. Εν τω μεταξύ, ο A.S. είχε πεθάνει, οπότε το δικαστήριο ανέγνωσε μία από τις καταθέσεις του στην οποία  επιβεβαίωνε ότι ο προσφεύγων είχε δώσει σ΄αυτόν μαριχουάνα. Ο προσφεύγων κρίθηκε ένοχος. Η έφεση που άσκησε απορρίφθηκε, χωρίς να εξεταστούν οι συγκεκριμένες καταγγελίες του. Η απόφαση αυτή  επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Βασιζόμενος στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο προσφεύγων  παραπονέθηκε ότι η καταδίκη του είχε παραβιάσει τα δικαιώματά του, καθώς βασίστηκε σε κατάθεση  που έγινε απουσία του συνηγόρου του.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Στην παρούσα υπόθεση, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι τα εγχώρια δικαστήρια δέχτηκαν παράνομα αποδεικτικά στοιχεία που ελήφθησαν σε κατάθεση  που διεξήχθη στο προανακριτικό  στάδιο χωρίς την συμμετοχή  δικηγόρου και είχαν στηρίξει την απόφαση τους  σε αυτή την κατάθεση. Τόσο στις καταγγελίες του προς τις εγχώριες αρχές όσο και στο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι κατά τη διάρκεια της προανάκρισης είχε υπογράψει παραίτηση από το δικαίωμά του για εκπροσώπηση από δικηγόρο, αλλά επέμεινε ότι το έπραξε χωρίς την παρουσία δικηγόρου.

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια και μέχρι το τέλος της προδικασίας από την αστυνομία – ακόμη και όταν διαβάζονται οι καταθέσεις που λαμβάνονται και ζητείται από τον ύποπτο να τις επιβεβαιώσει και να τις υπογράψει . Η παρουσία  ενός δικηγόρου είναι εξίσου σημαντική σε αυτό το σημείο της προανάκρισης. Η παρουσία του δικηγόρου και η ενεργή συμμετοχή του κατά την προανάκριση από την αστυνομία είναι μια σημαντική διαδικαστική εγγύηση που στοχεύει, μεταξύ άλλων, στην αποτροπή της συλλογής αποδεικτικών στοιχείων μέσω μεθόδων εξαναγκασμού ή καταπίεσης σε αντίθεση με τη θέληση του υπόπτου και στην προστασία της ελευθερίας ενός υπόπτου για να επιλέξει εάν θα μιλήσει ή θα παραμείνει σιωπηλός όταν ανακρίνεται από την αστυνομία.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις μιας δίκαιης δίκης πρέπει να εξεταστεί σε κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της διαδικασίας στο σύνολό της, και όχι βάσει μεμονωμένης εξέτασης μιας συγκεκριμένης πτυχής ή ενός συγκεκριμένου συμβάντος.  Παρόλο που δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ένας συγκεκριμένος παράγοντας μπορεί να είναι τόσο αποφασιστικός ώστε να επηρεάζει τη δίκη ακόμα και όταν αφορά  προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας.

Όσον αφορά τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο παρατήρησε καταρχάς ότι η παραίτηση από συνήγορο του προσφεύγοντος υπογράφηκε ιδιοχείρως,  ούτε ποτέ αμφισβήτησε το γεγονός ότι την υπέγραψε. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι σε όλη τη διάρκεια της προδικασίας ο προσφεύγων δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε ισχυρίστηκε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ότι η παραίτηση και οι καταθέσεις  του είχαν ληφθεί παρά τη θέληση του και υπό την πίεση της αστυνομίας. Επιπλέον, δεν ισχυρίστηκε ότι είχε παρακινηθεί να παραιτηθεί από το δικαίωμά του να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο. Ομοίως, δεν υπέβαλε τέτοιες καταγγελίες στο Δικαστήριο. Ο προσφεύγων δεν ισχυρίστηκε ποτέ – είτε στη διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων είτε στην προσφυγή του ενώπιον του ΕΔΔΑ – ότι δεν είχε καταλάβει την έννοια της παραίτησης από το δικαίωμά του να επικουρείται από δικηγόρο. Επί του τελευταίου αυτού σημείου, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων είχε δύο προηγούμενες καταδίκες και ότι, ως εκ τούτου, ήταν απίθανο να αγνοούσε τα οφέλη της υπεράσπισης από δικηγόρο.

Το Δικαστήριο, επομένως, θεώρησε ότι το γεγονός ότι ο σχετικός εσωτερικός νόμος προέβλεπε ότι ο δικηγόρος πρέπει να είναι παρών κατά παραίτηση και ότι, προφανώς, αυτή η διαδικαστική απαίτηση δεν τηρήθηκε στην περίπτωση του προσφεύγοντος, δεν μπορούσε από μόνο του να καταστήσει ασυμβίβαστη την παραίτηση με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη σύμφωνα με το άρθρο 6 της Σύμβασης. Λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα της προηγούμενης παραγράφου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων εν προκειμένω παραιτήθηκε από το δικαίωμά του να τύχει νομικής συνδρομής με γνώση και οικειοθελώς.

Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι, ενώ το άρθρο 6 εγγυάται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δεν προβλέπει κανόνες σχετικά με το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων καθ΄εαυτό, το οποίο είναι πρωτίστως θέμα ρύθμισης του εθνικού δικαίου. Επομένως, δεν είναι καθήκον του Δικαστηρίου να καθορίσει, κατ’ αρχήν, εάν συγκεκριμένοι τύποι αποδεικτικών στοιχείων – για παράδειγμα, αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνονται παράνομα βάσει του εσωτερικού δικαίου – μπορεί να είναι παραδεκτά. Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν η διαδικασία στο σύνολό της – συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο αποκτήθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία – ήταν δίκαιη.

Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η παραβίαση της διαδικαστικής απαίτησης που προβλέπει την παρουσία δικηγόρου τη στιγμή που είχε παραιτηθεί πριν από την κατάθεση  της 10ης Μαρτίου 2005 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε ως αποτέλεσμα σοβαρή ζημία της συνολικής νομιμότητας της  ποινικής διαδικασίας κατά του προσφεύγοντος. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ή ισχυρισμός – είτε κατά τη διάρκεια της εσωτερικής διαδικασίας είτε στην αίτησή του ενώπιον του Δικαστηρίου – ότι, ελλείψει δικηγόρου, ο προσφεύγων  είχε δηλώσει ενοχή και  ότι αργότερα ήθελε να τροποποιήσει την κατάθεση του. Αντίθετα, αρνήθηκε με συνέπεια όλες τις κατηγορίες εναντίον του.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι ο προσφεύγων  συμμετείχε ενεργά σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας: ιδίως, αμφισβήτησε ενώπιον του εισαγγελέα τις ενέργειες του ανακριτή, παραπονέθηκε για τη μεροληψία του αρχικού δικαστηρίου. Μετά δε από αίτηση που υπέβαλε ο δικηγόρος του, οι ποινικές διαδικασίες εναντίον του έπαυσαν και η ποινική υπόθεση παραπέμφθηκε στον εισαγγελέα για νέα έρευνα, μπόρεσε δε να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή των γεγονότων και ο δικηγόρος υπεράσπισής του αμφισβήτησε τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του.

Επιπλέον, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, η καταδίκη του δεν βασίστηκε αποκλειστικά στη κατάθεση του A.S. στις 10 Μαρτίου 2005, αλλά σε μια ολόκληρη σειρά από αλληλένδετα αποδεικτικά στοιχεία. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια, κατά την καταδίκη του προσφεύγοντος, σημείωσαν ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ο προσφεύγων κατέθετε σταθερά ότι ο A.S. είχε προσπαθήσει να αγοράσει μαριχουάνα από αυτόν για να τη μεταβιβάσει σε τρίτο άτομο και ότι είχε δώσει ένα τσιγάρο στον A.S.. Επιπλέον, δεν υπήρχε καμία διαφωνία ότι το ίδιο τσιγάρο είχε περάσει στην R.S. Ενώ ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι το τσιγάρο ήταν γεμάτο με κοπριά, τα εθνικά δικαστήρια – βάσει της προφορικής κατάθεσης του R.S. που επιβεβαιώθηκε από τον A.S. και τα αποτελέσματα των ιατροδικαστικών εξετάσεων  της ουσίας που περιέχονταν σε αυτό το τσιγάρο – κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτό ήταν γεμισμένο με μαριχουάνα και ότι οι ενέργειες του προσφεύγοντος συνιστούσαν ποινικό αδίκημα που τιμωρείται βάσει του σχετικού άρθρου του Ποινικού Κώδικα.

Τα ανώτερα δικαστήρια δεν έκριναν  καμία διαδικαστική  ακυρότητα  λόγω της έλλειψης συμμετοχής δικηγόρου στην κατάθεση  της 10ης Μαρτίου 2005. Ειδικότερα, στην απόφασή του που επικύρωσε τα πορίσματα του Εφετείου, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι καταθέσεις του προσφεύγοντα  και του  A.S. κατά τη διάρκεια της προδικασίας δεν είχαν ληφθεί παράνομα, διότι καθ΄ όλη τη διάρκεια της έρευνας κανένας από αυτούς δεν είχε καταγγείλει ότι κατέθεσαν κατόπιν εξαναγκασμού.

Εν κατακλείδι, αφού εξέτασε τη διαδικασία στο σύνολό της , το Δικαστήριο δεν βλέπει λόγους να κρίνει ότι ήταν άδικη και ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων ήταν αυθαίρετες ή αντίθετες με το άρθρο 6 της Σύμβασης.

Υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) της Σύμβασης (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες