Επιχειρήσεις παγίδευσης από την αστυνομία. Υποχρέωση θεσμοθετημένης σαφούς και προβλέψιμης διαδικασίας
ΑΠΟΦΑΣΗ
Kuzmina κ.α. κατά Ρωσίας της 20.4.2021 (αρ. προσφ. 66152/14 και οκτώ άλλες προσφυγές)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αστυνομική παγίδευση και δικαίωμα ακρόασης. Αgents provocateurs. Συστημικό πρόβλημα στο ρωσικό νομικό πλαίσιο αναφορικά με περιστατικά παγίδευσης εκ μέρους της αστυνομίας για πράξεις διακίνησης ναρκωτικών μέσω μυστικών και απόρρητων επιχειρήσεων. Οι προσφεύγοντες καταδικάστηκαν για ποινικά αδικήματα σχετικά με την εμπορία ναρκωτικών, μετά από φερόμενες αγορές που έγιναν με εντολή της αστυνομίας και οι ίδιοι υπέβαλαν ανεπιτυχώς ένσταση παγίδευσής τους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Σε όλες τις παρούσες προσφυγές, η αστυνομία, αφού έλαβε τις πληροφορίες από τις πηγές της, είχε προχωρήσει απευθείας στην φερόμενη «αγορά» χωρίς να εξετάσει άλλα ερευνητικά μέτρα για να επαληθεύσει την υποψία ότι οι προσφεύγοντες ήταν έμποροι ναρκωτικών.
Το ΕΔΔΑ προέβη σε ουσιαστικό και διαδικαστικό έλεγχο της «παγίδευσης» των προσφευγόντων. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι ανεπάρκειες στη διαδικασία των μυστικών επιχειρήσεων και η αποτυχία των δικαστηρίων να παράσχουν αποτελεσματική δικαστική εξέταση των λόγων παγίδευσης, ήταν το αποτέλεσμα της έλλειψης ενός κανονιστικού πλαισίου που να παρέχει εγγυήσεις κατά της κατάχρησης σε αυτού του είδους τις ερευνητικές πράξεις. Ο διαρθρωτικός χαρακτήρας του προβλήματος είχε ήδη αποδειχθεί στη προγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου.
Το ΕΔΔΑ υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία αυτά υπονόμευσαν συνολικά το δίκαιο χαρακτήρα των ποινικών διαδικασιών στις παρούσες υποθέσεις, κατά παράβαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Υποχρέωση του εναγόμενου κράτους για λήψη μέτρων γενικού χαρακτήρα κατ’ άρθρο 46 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να διευκρινίσει ότι το ρωσικό νομικό πλαίσιο σχετικά με τη διεξαγωγή μυστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ερευνητικών σκοπών, έπρεπε να τροποποιηθεί ώστε να προβλεφθεί μια σαφής και προβλέψιμη διαδικασία κατά την έγκριση μυστικών πράξεων, όπως οι φερόμενες αγορές, από δικαστικό όργανο που παρέχει αποτελεσματικές εγγυήσεις κατά της κατάχρησης.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6
Άρθρο 46
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι εννέα Ρώσοι υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν όλοι μεταξύ του 1967 και του 1990.
Αυτή η υπόθεση αφορούσε πολλά περιστατικά παγίδευσης εκ μέρους της αστυνομίας για πράξεις διακίνησης ναρκωτικών μέσω μυστικών και απόρρητων επιχειρήσεων. Η αστυνομία φέρεται να οργάνωσε και να προώθησε αστυνομικούς να αγοράζουν ναρκωτικά σε εννέα ξεχωριστές περιπτώσεις και μετά συνέλαβε τους πωλητές. Το ΕΔΔΑ εντόπισε ένα συστημικό πρόβλημα παγίδευσης που επαναλαμβάνονταν σε προηγούμενες υποθέσεις.
Οι προσφεύγοντες, βασιζόμενοι στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, ισχυρίστηκαν ότι είχαν καταδικαστεί για εγκλήματα που διέπραξαν επειδή είχαν υποκινηθεί από μυστικό πράκτορα της αστυνομίας. Υποστήριξαν ότι δεν είχαν πωλήσει ποτέ ναρκωτικά, αν δεν είχαν δελεαστεί σε συναλλαγή από την αστυνομία και τους αντίστοιχους πληροφοριοδότες.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1
Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι εν λόγω εννέα προσφυγές εμπίπτουν στην κατηγορία «υποθέσεις παγίδευσης». Συνεπώς, θα προχωρήσει στην αξιολόγηση βάσει του ουσιαστικού και διαδικαστικού ελέγχου της «παγίδευσης».
(α) Ουσιαστικός Έλεγχος
Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το ουσιαστικό κριτήριο, το Δικαστήριο σημειώνει ότι σε όλες τις υπό κρίση υποθέσεις η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η αστυνομία ενήργησε βάσει πληροφοριών που έλαβε από μια άγνωστη πηγή, εκτός από την υπόθεση αριθ. 15189/15 όπου δήλωσε ότι οι πληροφορίες είχαν ληφθεί από ένα άτομο που κρατούνταν για υπεξαίρεση, το οποίο τότε ενεργούσε ως αγοραστής.
Η παρούσα υπόθεση στηρίχθηκε σε μία επαναλαμβανόμενη πρακτική της αστυνομίας να ισχυρίζεται ότι η αγορά των ναρκωτικών ουσιών είχε διαταχθεί βάσει μιας φερόμενης αυθόρμητης παροχής πληροφοριών από μια ιδιωτική πηγή, η οποία στη συνέχεια προέβη στην αγορά των ναρκωτικών ως αγοραστής και του οποίου η ανεξαρτησία από την αστυνομία δεν είχε μεταγενέστερα επαληθεύσει το δικαστήριο. Δεδομένης της σημασίας της διάκρισης μεταξύ μιας καταγγελίας που ασκείται από ένα άτομο και των πληροφοριών που προέρχονται από έναν αστυνομικό συνεργάτη ή πληροφοριοδότη, τα άτομα που ενεργούσαν ως φερόμενοι αγοραστές στις εν λόγω αγορές διατρέχουν σημαντικό κίνδυνο να θεωρηθούν ηθικοί αυτουργοί, οδηγώντας έτσι σε παραβίαση του άρθρου 6 § 1.
Περαιτέρω, σε όλες τις παρούσες προσφυγές, η αστυνομία, αφού έλαβε τις πληροφορίες από τις πηγές της, είχε προχωρήσει απευθείας στην φερόμενη αγορά χωρίς να εξετάσει άλλα ερευνητικά μέτρα για να επαληθεύσει την υποψία ότι οι προσφεύγοντες ήταν έμποροι ναρκωτικών.
Ήταν δύσκολο να εξαχθεί το συμπέρασμα βάσει της δικογραφίας ότι οι ανακριτικές αρχές είχαν βάσιμους λόγους να υποπτεύονται τους προσφεύγοντες σχετικά με διακίνηση ναρκωτικών. Ο άτυπος και αυθόρμητος τρόπος με τον οποίο διατάχθηκαν και έλαβαν χώρα οι αγορές των ναρκωτικών, οδήγησε το Δικαστήριο να υποθέσει ότι η παγίδευση είχε πράγματι λάβει χώρα, ενώ ήταν το αποτέλεσμα μίας ανεπαρκούς διαδικασίας. Είχαν διαταχθεί με απλές διοικητικές αποφάσεις των οργάνων που είχαν πραγματοποιήσει αργότερα τις επιχειρήσεις. Οι αποφάσεις περιείχαν πολύ λίγες πληροφορίες σχετικά με τους λόγους και τους σκοπούς των προγραμματισμένων φερόμενων αγορών· και οι διενεργούμενες επιχειρήσεις δεν είχαν υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο ή άλλη ανεξάρτητη εποπτεία. Δεν υπήρξε αιτιολογία της απόφασης και ουσιαστικά καμία τυπική διαδικασία δεν είχε ακολουθηθεί.
(β) Διαδικαστικός Έλεγχος
Όσον αφορά, δεύτερον, το διαδικαστικό έλεγχο, το Δικαστήριο έχει ήδη τονίσει τον ρόλο των εγχώριων δικαστηρίων στον έλεγχο των μυστικών επιχειρήσεων, ιδίως σε ένα σύστημα όπου η αστυνομική επιχείρηση πραγματοποιείται χωρίς επαρκές νομικό πλαίσιο ή επαρκείς διασφαλίσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία των κρυφών ενεργειών για την έκβαση της ποινικής διαδικασίας εναντίον των προσφευγόντων και τον υψηλό κίνδυνο της πρόκλησης, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να επαληθεύσουν ότι ο τρόπος με τον οποίο διατάχθηκαν και διεξήχθησαν οι εν λόγω αγορές αποκλείει τον πιθανότητα κατάχρησης εξουσίας, ιδιαίτερα την παγίδευση.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι είχαν υποκινηθεί να διαπράξουν τα εν λόγω ποινικά αδικήματα. Κατά συνέπεια, σε κάθε περίπτωση τα εθνικά δικαστήρια είχαν την υποχρέωση να εξετάσουν τους λόγους παγίδευσης, συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, των λόγων για τους οποίους είχε διενεργηθεί η επιχείρηση, του βαθμού συμμετοχής της αστυνομίας στο αδίκημα και της φύσης τυχόν υποκίνησης ή πίεσης στην οποία είχε υποβληθεί ο κάθε προσφεύγων.
Ωστόσο, τα δικαστήρια προέβησαν σε περιορισμένη εκτίμηση των ισχυρισμών περί παγίδευσής τους σε κάθε υπόθεση, χωρίς να εξετάσουν τους λόγους της μυστικής επιχείρησης και τις περιστάσεις που την περιβάλλουν και αγνόησαν τους ισχυρισμούς τους για πίεση από την αστυνομία κατά τη διάρκεια της μυστικής επιχείρησης.
Σε καμία από τις εν λόγω περιπτώσεις οι ανακριτικές αρχές δεν είχαν αποδείξει, ούτε κλήθηκαν να αποδείξουν, την προϋπάρχουσα πρόθεση εκ μέρους των προσφευγόντων να διαπράξουν εγκληματικές πράξεις τη στιγμή που η πηγή τους είχε αρχίσει να συνεργάζεται με την αστυνομία. Στις περιπτώσεις όπου, κατά τη διάρκεια της δίκης, ορισμένες πληροφορίες δεν είχαν αποκαλυφθεί βάσει της αρχής της εμπιστευτικότητας, τα δικαστήρια δεν είχαν διασφαλίσει ότι όλες οι πληροφορίες που σχετίζονται με την εξέταση της παγίδευσης θα τεθούν ανοιχτά ενώπιον του δικαστηρίου ή θα εξεταστούν σε κατ’ αντιμωλία διαδικασία, ή με λεπτομερείς λόγους για την εν λόγω άρνηση κοινοποίησής τους, σε αντίθεση με τις απαιτήσεις του άρθρου 6.
(γ) Συνολικά
Αυτές οι αδυναμίες στις μυστικές επιχειρήσεις και η αποτυχία των δικαστηρίων να παράσχουν αποτελεσματική δικαστική εξέταση των λόγων παγίδευσης ήταν το αποτέλεσμα της έλλειψης ενός κανονιστικού πλαισίου που να παρέχει εγγυήσεις κατά της κατάχρησης κατά τη διάρκεια των φερόμενων αγορών ναρκωτικών υπό το πλαίσιο της παγίδευσης. Ο διαρθρωτικός χαρακτήρας του προβλήματος είχε ήδη αποδειχθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου (Veselov κ.α.κατά Ρωσίας, 23200/10 κ.λπ., 2 Οκτωβρίου 2012 · Lagutin κ.α. κατά Ρωσίας).
Συμπέρασμα: Το ΕΔΔΑ υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία αυτά υπονόμευσαν συνολικά το δίκαιο χαρακτήρα των ποινικών διαδικασιών στις παρούσες υποθέσεις, κατά παράβαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 41: Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης αποτελεί επαρκή δίκαιη ικανοποίηση.
Άρθρο 46: Το Δικαστήριο είχε ήδη δηλώσει την ανάγκη θέσπισης γενικών μέτρων για την αντιμετώπιση του διαρθρωτικού προβλήματος των υποθέσεων παγίδευσης (Lagutin κ.λπ., Nosko και Nefedov κατά Ρωσίας), χωρίς ωστόσο να προβεί σε συγκεκριμένες υποδείξεις βάσει του άρθρου 46. Ωστόσο, η διαπίστωση νέων παραβιάσεων λόγω επακόλουθων γεγονότων έθεσαν το ερώτημα, εάν αυτό ήταν επαρκές.
Έως τον Δεκέμβριο του 2020, το δικαστήριο είχε εκδώσει είκοσι αποφάσεις σχετικά με συνολικά 121 παρόμοιες ατομικές προσφυγές. Τα γεγονότα πολλών από αυτές τις περιπτώσεις είχαν συμβεί μετά την υιοθέτηση των γενικών μέτρων στα οποία αναφέρεται η κυβέρνηση του εναγόμενου κράτους. Το πρόβλημα είχε πολύπλευρες επιπτώσεις πέραν της μη εκπλήρωσης μίας δίκαιης ακρόασης. Το εύρος του προβλήματος θα μπορούσε να συναχθεί από το γεγονός ότι σημαντικό ποσοστό όλων των καταδίκων στη Ρωσία είχαν φυλακιστεί για εγκλήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά. Αυτό συνέχισε να έχει σημαντική αρνητική επιρροή σε πολλά άλλα ανθρώπινα δικαιώματα στη Ρωσία, για παράδειγμα, ο υπερπληθυσμός των φυλακών που οδήγησε σε παραβιάσεις του άρθρου 3 λόγω κακών συνθηκών κράτησης και μεταφοράς.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το Δικαστήριο, επισημαίνοντας τις προσπάθειες που έχουν καταβάλει μέχρι στιγμής οι ρωσικές αρχές, ιδίως το Ανώτατο Δικαστήριο, για τη βελτίωση της εξέτασης των ισχυρισμών παγίδευσης σε εγχώριο επίπεδο, επανέλαβε ότι η επιλογή των μέσων παρέμεινε πλήρως στη διακριτική ευχέρεια της εναγόμενης κυβέρνησης, θεώρησε σκόπιμο να δηλώσει σύμφωνα με το άρθρο 46 ότι απαιτείται περαιτέρω μεταρρύθμιση του υφιστάμενου κανονιστικού πλαισίου.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έγκριση διενέργειας δήθεν αγορών και παρόμοιων κρυφών πράξεων έπρεπε να ελέγχεται από φορέα χωριστό από τον οργανισμό που διεξάγει την επιχείρηση. Ο ρόλος του ανεξάρτητου φορέα έγκρισης ήταν η επαλήθευση της ύπαρξης ειδικών λόγων για την προγραμματισμένη επιχείρηση, οι οποίοι έπρεπε να δικαιολογηθούν με συγκεκριμένες και λεπτομερείς παρατηρήσεις του οργανισμού. Ο ίδιος φορέας έπρεπε επίσης να εποπτεύει τη διεξαγωγή της επιχείρησης ή να διασφαλίσει ότι ο φάκελος περιείχε επαρκείς πληροφορίες ώστε ένας άλλος ανεξάρτητος φορέας – τελικά το δικαστήριο – να προβεί σε ουσιαστική εξέταση προκειμένου να αποκλείσει την παγίδευση και άλλες παραβιάσεις του νόμου. Άλλα νομικά συστήματα θα μπορούσαν να εκχωρήσουν αυτές τις εξουσίες σε δικαστική ή εισαγγελική αρχή ή, πιο σπάνια, σε άλλο ανώτερο στέλεχος, όπως στον Επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Εσωτερικών.
Όσον αφορά την έγκριση αυτών των «επιχειρήσεων» αγορών από εισαγγελείς, η εισαγωγή ενός τέτοιου μηχανισμού είχε πράγματι οδηγήσει στην επίλυση παρόμοιων προβλημάτων σε ορισμένες χώρες (Ρουμανία, Λιθουανία, Λετονία, Μολδαβία). Ωστόσο, δεν υπήρχε βεβαιότητα ότι οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν σε αυτές τις χώρες θα μπορούσαν να αναπαραχθούν επιτυχώς στο ρωσικό νομικό σύστημα.
Από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο τόνισε τη σχέση μεταξύ της προκαταρκτικής εξέτασης των λόγων διεξαγωγής μυστικών επιχειρήσεων και της μεταγενέστερης ικανότητας του δικαστηρίου να εξετάσει αποτελεσματικά τους ισχυρισμούς παγίδευσης. Για το λόγο αυτό, θεώρησε ότι η δικαστική έγκριση θα ενίσχυε την αποτελεσματικότητα της εξέτασης και στα δύο στάδια: κατά τη διάρκεια της έρευνας και στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της εξέτασης της ποινικής υπόθεσης επί της ουσίας. Η εισαγωγή μιας τέτοιας δικαστικής έγκρισης είχε ως αποτέλεσμα την επίλυση ενός παρόμοιου προβλήματος, για παράδειγμα, στην Πορτογαλία. Στο πλαίσιο αυτό, για ορισμένες άλλες δραστηριότητες επιχειρησιακής έρευνας, όπως έρευνες στο σπίτι και τηλεφωνικές παραβιάσεις απορρήτου, η δικαστική έγκριση ήταν ήδη απαραίτητη βάσει του ρωσικού νόμου. Ο θεσμικός και διαδικαστικός εξορθολογισμός απαιτεί οι δικαστικές εξουσίες μα μπορούν να επεκταθούν στην έγκριση τέτοιων μυστικών επιχειρήσεων. Τα εγχώρια δικαστήρια θα μπορούσαν στη συνέχεια να προβούν σε σωστή αναθεώρηση των καταγγελιών παγίδευσης σύμφωνα με τα πρότυπα της Σύμβασης.
Εν ολίγοις, το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να διευκρινίσει ότι το ρωσικό νομικό πλαίσιο σχετικά με τη διεξαγωγή επιχειρήσεων στο πλαίσιο ερευνητικών σκοπών, έπρεπε να τροποποιηθεί ώστε να προβλεφθεί μια σαφής και προβλέψιμη διαδικασία κατά την έγκριση μυστικών πράξεων, όπως δήθεν αγορές και σχετικές επιχειρήσεις, από δικαστικό όργανο που παρέχει αποτελεσματικές εγγυήσεις κατά της κατάχρησης.