Δυσμενής μετάθεση δικαστή. Μη δυνατότητα προσφυγής σε δικαστήριο για την μετάθεση. Παραβίαση δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο

ΑΠΟΦΑΣΗ

Bilgen κατά Τουρκίας της 09.03.2021 (αριθ. προσφ. 1571/07)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Μετάθεση δικαστή. Σημαντική για τη σταδιοδρομία δικαστή η δυσμενής μετάθεση. Απουσία δικαστικού ελέγχου για τη μετάθεση Πρόσβαση σε δικαστήριο.

Ανώτερος δικαστής μετατέθηκε, χωρίς τη συγκατάθεσή του, από το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο της Άγκυρας, σε άλλο δικαστήριο που υπαγόταν σε περιοχή κατώτερης δικαστικής βαθμίδας. Η μετάθεση έλαβε χώρα μετά από απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων, που δεν είχε καμία αιτιολογία και δεν μπορούσε να υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο, αφού δεν προβλεπόταν ένδικα μέσα σε διοικητικά δικαστήρια κατά της απόφασης μετάθεσης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, λαμβάνοντας υπόψη τον ειδικό ρόλο του δικαστικού σώματος και τη σημασία της διάκρισης των εξουσιών, ότι ο αποκλεισμός μελών του δικαστικού σώματος από τις εγγυήσεις του άρθρου 6 σε θέματα σχετικά με τις συνθήκες εργασίας τους δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί για αντικειμενικούς λόγους υπέρ του κρατικού συμφέροντος.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η άρνηση πρόσβασης στον προσφεύγοντα σε δικαστήριο για ένα σημαντικό θέμα της σταδιοδρομίας του, όπως η δυσμενής μετάθεσή του,  δεν είχε επιδιώξει ένα θεμιτό σκοπό και μπορούσε ενδεχομένως να βλάψει τη δικαστική ανεξαρτησία. Τόνισε, δε μεταξύ άλλων, τη διεθνή ανησυχία για την απουσία μηχανισμού ελέγχου της μετάθεσης δικαστών στην Τουρκία.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε ποσό 12.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 8.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Hüseyin Cahit Bilgen, είναι Τούρκος υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1952 και ζει στην Άγκυρα.

Το 1979 ο προσφεύγων διορίστηκε ως δόκιμος εισηγητής δικαστής στο Ανώτατο Διοικητικό δικαστήριο. Μετά από μια πολυετή δικαστική σταδιοδρομία, ο προσφεύγων διορίστηκε Πρόεδρος του 8ου  Τμήματος του Διοικητικού Δικαστηρίου της Άγκυρας το 1998. Το 2005 διορίστηκε δικαστής στο Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο της Άγκυρας με απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων (HSYK) χωρίς τη συγκατάθεσή του. Η ένσταση που υπέβαλε ο ίδιος απορρίφθηκε από την Επιτροπή Ενστάσεων με απόφαση επί της οποίας δεν μπορούσε να ασκηθεί έφεση ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων.

Το 2006 μετατέθηκε στο Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο Sivas. Το τελευταίο ήταν δικαστήριο κατώτερης βαθμίδας από εκείνο στο οποίο κατείχε προγενέστερα. Δεν αιτιολογήθηκε η μετάθεσή του. Η κυβέρνηση υπέβαλε μια αξιολόγηση των επαγγελματικών επιδόσεων του προσφεύγοντος που πραγματοποιήθηκε το 2005, στην οποία του είχε δοθεί μια «μέση» βαθμολογία και είχε υπογραμμίσει ότι «… Ενδείκνυται να απομακρυνθεί από τη θέση του προέδρου και να μεταφερθεί σε δικαστήριο διαφορετικό από αυτό της Άγκυρας». Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι λόγω αυτής της εκτίμησης του δεν του έγινε αύξηση μισθού.

Στις 27 Ιουλίου 2006 ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση για επανεξέταση της απόφασης να μεταβιβαστεί στο δικαστήριο του Sivas από το Ανώτατο Συμβούλιο. Υποστήριξε ότι οι αποφάσεις ελήφθησαν χωρίς τη συγκατάθεσή του, προσκρούοντας στη δικαστική του ανεξαρτησία και βλάπτοντας την επαγγελματική του φήμη. Δεδομένου ότι η πόλη Sivas  ήταν 440 χλμ. μακριά από το σπίτι του, η μετάθεση εκεί παραβίαζε το δικαίωμά του σε σεβασμό της οικογενειακής ζωής. Ως απάντηση, το Υπουργείο Δικαιοσύνης δήλωσε μόνο ότι οι μεταθέσεις πραγματοποιούνταν με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας. Δεν μπορούσε να ασκηθεί έφεση εναντίον της εν λόγω απόφασης ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων.

Το 2007 ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση στο Υπουργείο για τη δημοσίευση της αιτιολογίας σχετικά με τη «μέση» βαθμολογία του.

Το Υπουργείο απάντησε ότι τα έντυπα αξιολόγησης ήταν απόρρητα και δεν εμπίπτουν στον Κανονισμό σχετικά με το δικαίωμα πληροφόρησης. Επίσης το 2007, μετά από αίτηση του προσφεύγοντος, το Συμβούλιο Επιθεώρησης Δικαιοσύνης δήλωσε ότι είχε ενημερωθεί για την αξιολόγησή του και του δόθηκε μια λίστα με συστάσεις για αυτοβελτίωση στην οποία δεν είχε αντιταχθεί τότε.

Το 2007 ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση για πρόωρη συνταξιοδότηση.

Βασιζόμενος στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι του είχε απαγορευθεί η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της απόρριψης της αίτησής του για επανεξέταση της απόφασης μετάθεσης του στο δικαστήριο του Sivas.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν ήταν απόλυτο και θα μπορούσε να περιοριστεί από το νόμο όπου ο σκοπός ήταν νόμιμος και ο περιορισμός ανάλογος. Το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι τη σημασία της διάκρισης των εξουσιών και της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το νομικό πλαίσιο στην Τουρκία δεν παρέχει στους δικαστές εγγύηση για τον τόπο υπηρέτησης. Έτσι, έκρινε ότι οι διατάξεις του τουρκικού Συντάγματος και των σχετικών εσωτερικών διατάξεων που εγγυώνται τη δικαστική ανεξαρτησία στην Τουρκία είχαν παράσχει στον προσφεύγοντα, ο οποίος ήταν τότε δικαστής, το δικαίωμα προστασίας από αυθαίρετη μετάθεση.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι θα μπορούσε να αναφερθεί σε διεθνείς κανόνες δικαστικής ανεξαρτησίας για την ερμηνεία ύπαρξης δικαιώματος σε εθνικό επίπεδο. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εν λόγω δικαίωμα ήταν διοικητικό. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι κατ’ αρχήν, οι διαφορές μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων και του κράτους εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 της Σύμβασης, εκτός εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις, όπως ορίζονται στην υπόθεση Vilho Eskelinen κ.α..

Οι προϋποθέσεις ήταν ότι η νομοθεσία αποκλείει ρητά την πρόσβαση σε δικαστήριο για την επίλυση διαφωνίας και ο αποκλεισμός ήταν δικαιολογημένος για αντικειμενικούς λόγους προς το συμφέρον του κράτους. Παρόλο που στην παρούσα υπόθεση η σχετική νομοθεσία αποκλείει ρητά την πρόσβαση σε δικαστήριο, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, λαμβάνοντας υπόψη τον ειδικό ρόλο του δικαστικού σώματος και τη σημασία της διάκρισης των εξουσιών, ότι ο αποκλεισμός μελών του δικαστικού σώματος από τις εγγυήσεις του άρθρου 6 σε θέματα σχετικά με τις συνθήκες εργασίας τους δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί για αντικειμενικούς λόγους υπέρ του κρατικού συμφέροντος.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απόφαση μετάθεσης του προσφεύγοντος δεν είχε εξεταστεί εκ νέου, ούτε ήταν ανοιχτή σε επανεξέταση,  από τακτικό δικαστήριο ή άλλο όργανο που ασκεί δικαστικές εξουσίες, σύμφωνα με το Σύνταγμα. Η έλλειψη δικαστικού ελέγχου στηρίζετο επομένως στη νομοθεσία. Το ΕΔΔΑ θα έπρεπε να αποφασίσει εάν η απουσία δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων μετάθεσης δικαστών ήταν σύμφωνη με τη Σύμβαση.

Το Δικαστήριο επανέλαβε τη σημασία της δικαστικής ανεξαρτησίας και των διαδικαστικών εγγυήσεων για την προστασία της ανεξαρτησίας σχετικά με αποφάσεις που επηρεάζουν την καριέρα ενός δικαστή. Επισήμανε, μεταξύ άλλων, τη διεθνή ανησυχία για την απουσία μηχανισμού δικαστικού ελέγχου της μετάθεσης δικαστών στην Τουρκία. Τελικά, αυτό που διακυβεύτηκε ήταν η εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη και η προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έλλειψη πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο δεν είχε επιδιώξει νόμιμο σκοπό.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης).

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Τουρκία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 12.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 8.000 ευρώ για δικαστικά και άλλα έξοδα.

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες