Απαγόρευση πρόσβασης σε βασικά έγγραφα της δικογραφίας που είχαν χαρακτηριστεί ως απόρρητα με αποτέλεσμα την απέλαση αλλοδαπού. Μη εξασφάλιση διαδικαστικών εγγυήσεων

ΑΠΟΦΑΣΗ

Hassine κατά Ρουμανίας της 09.03.2021 (αριθ. προσφ. 36328/13)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Απέλαση αλλοδαπού. Πρόσβαση σε κρίσιμα έγγραφα. Διαδικαστικές εγγυήσεις.

Απέλαση του προσφεύγοντα, υπηκόου Τυνησίας, από την Ρουμανία όπου διέμενε με την σύζυγο και το παιδί τους στην χώρα καταγωγής του. Κατηγορήθηκε για ενέργειες που έθεταν σε κίνδυνο την δημόσια τάξη και ασφάλεια, χαρακτηρίστηκε ως «ανεπιθύμητος» και απελάθηκε με απαγόρευση εισόδου στην Ρουμανία για 5 χρόνια. Ο δικηγόρος του δεν μπόρεσε να λάβει αντίγραφα σημαντικών εγγράφων της δικογραφίας γιατί είχαν χαρακτηριστεί απόρρητα.

Το ΕΔΔΑ θεώρησε την απαγόρευση λήψης αντιγράφων ως ουσιαστικό περιορισμό του δικαιώματος του και έπρεπε να εκτιμήσει την αναγκαιότητα του μέτρου αυτού.

Διαπίστωσε ότι προσφεύγων χαρακτηρίστηκε ως επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια λόγω συμμετοχής του σε τρομοκρατικές οργανώσεις, βάσει εγγράφων που κανένα εγχώριο δικαστήριο δεν εξέτασε την αξιοπιστία και εγκυρότητά τους. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι  είχαν επιβληθεί ουσιαστικοί περιορισμοί στα διαδικαστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος χωρίς να έχει  λάβει καμία πληροφόρηση σχετικά με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά αλλά και χωρίς τα εγχώρια δικαστήρια να διενεργήσουν επαρκή έλεγχο.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του 7ου Πρωτοκόλλου και επιδίκασε ποσό 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.300 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 1 του 7ου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Amine Hassine, είναι υπήκοος Τυνησίας ο οποίος γεννήθηκε το 1982. Ισχυρίζεται ότι ζούσε στην Cluj-Napoca (Ρουμανία).

Ο προσφεύγων έφτασε στη Ρουμανία το 2007 και εγκαταστάθηκε στην Cluj-Napoca. Το 2009 παντρεύτηκε Ρουμάνα υπήκοο, με την οποία απέκτησε ένα παιδί. Του χορηγήθηκε  άδεια παραμονής «για οικογενειακούς λόγους», η οποία ίσχυε έως το 2015.

Στις 6 Νοεμβρίου 2012 ο Εισαγγελέας  του Εφετείου του Βουκουρεστίου υπέβαλε σχετική αίτηση στο δικαστήριο ζητώντας να κηρυχτεί ο  προσφεύγων «ανεπιθύμητο άτομο» και να απαγορευτεί η παραμονή του στη Ρουμανία για πέντε χρόνια. Η εισαγγελία δήλωσε ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε λάβει από τις ρουμανικές υπηρεσίες πληροφοριών, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως μυστικές και απόρρητες, υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις ότι ο προσφεύγων δραστηριοποιούνταν σε ένα κλάδο που  μπορούσε να θέσει  σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Προς υποστήριξη της αίτησης, ο εισαγγελέας έστειλε έγγραφο στο Εφετείο που έχει χαρακτηριστεί ως απόρρητο. Σε απόφαση της 09.11.2012, το Εφετείο τον κήρυξε ως ανεπιθύμητο άτομο στη Ρουμανία για περίοδο πέντε ετών και διέταξε να τεθεί υπό διοικητική κράτηση μέχρι να απελαθεί από τη χώρα. Το απόγευμα της 09.11.2012 ο προσφεύγων συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο διοικητικό κέντρο κράτησης του Arad. Στις 05.12.2012 απελάθηκε από τη Ρουμανία και επαναπροωθήθηκε  στην Τυνησία.

Στις 20.11.2012 ο δικηγόρος του προσφεύγοντος άσκησε έφεση στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο («το Ανώτατο Δικαστήριο») κατά της απόφασης του Εφετείου της 09.11.2012. Καθώς δεν είχε στη κατοχή του πιστοποιητικό ORNISS – εκδοθέν από το Γραφείο του εθνικού μητρώου για κρατικές μυστικές πληροφορίες και το οποίο εξουσιοδοτούσε τον κάτοχο του να έχει πρόσβαση σε έγγραφα που έχουν χαρακτηριστεί ως απόρρητα – ο δικηγόρος δεν μπόρεσε να λάβει αντίγραφα από τα απόρρητα έγγραφα στο φάκελο της δικογραφίας.

Σε απόφαση της 12.12.2012, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση του κ. Hassine. Έκρινε ότι το Εφετείο είχε αποφανθεί ορθά ότι  η διαδικασία για την κλήση των διαδίκων είχε πραγματοποιηθεί με τον κατάλληλο τρόπο και ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής ορθά και με επαρκείς αιτιολογίες. Οι διαδικασίες είχαν διεξαχθεί με τον δέοντα σεβασμό προς την αρχή της αντιμωλίας δίκης και το μέτρο που χαρακτήρισε τον προσφεύγοντα ως ανεπιθύμητο για λόγους εθνικής ασφάλειας είχε υιοθετηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία και είχε επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ της ανάγκης λήψης μέτρων για την πρόληψη της τρομοκρατίας και την υποχρέωση σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Εφετείο είχε πραγματοποιήσει αποτελεσματική εξέταση της αίτησης του κρατικού εισαγγελέα και των εγγράφων στο φάκελο της υπόθεσης που χαρακτηρίστηκαν ως απόρρητα. Ο προσφεύγων είχε πρόσβαση σε δικαστήριο και είχε λάβει τις σχετικές διαδικαστικές εγγυήσεις. Το Ανώτατο Δικαστήριο παρατήρησε ότι στην απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης στην υπόθεση Maaouia κατά Γαλλίας, το Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι αποφάσεις σχετικά με την είσοδο, τη διαμονή και την απέλαση αλλοδαπών δεν αφορούσαν τον προσδιορισμό των αστικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ή ποινικές κατηγορίες, κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης. Το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε ότι σύμφωνα με το Άρθρο 1 § 2 του 7ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, ένας αλλοδαπός θα μπορούσε να απελαθεί όταν η απέλαση βασίζεται σε λόγους δημόσιας τάξης ή εθνικής ασφάλειας.

Το μέτρο που απαγόρευε  την είσοδο του προσφεύγοντος στη Ρουμανία έληξε τον Νοέμβριο του 2017.

Βασιζόμενος στο άρθρο 5 §§ 1 και 4 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και την ασφάλεια/δικαίωμα σε ταχεία επανεξέταση της νομιμότητας της κράτησης), ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η τοποθέτησή του σε διοικητική κράτηση με σκοπό την απέλασή του ισοδυναμούσε με παράνομη στέρηση της ελευθερίας και ότι δεν είχε πρόσβαση σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο. Βασιζόμενος στο άρθρο 1 του 7ου Πρωτοκόλλου (σχετικές διαδικαστικές εγγυήσεις για την απέλαση αλλοδαπών), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι δεν του δόθηκε καμία εγγύηση κατά της αυθαιρεσίας. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι το μέτρο που ελήφθη εναντίον του παραβίασε το δικαίωμά του στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής σύμφωνα με το άρθρο 8.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 5 §§ 1 και 4

Ο προσφεύγων είχε στερηθεί την ελευθερία του για μικρό χρονικό διάστημα πριν από την απομάκρυνσή του από τη χώρα. Αν και είχε εκπροσωπηθεί από δικηγόρο, δεν αμφισβήτησε τη διοικητική κράτηση ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, αλλά απλώς αμφισβήτησε την απόφαση χαρακτηρισμού του ως ανεπιθύμητου. Επομένως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε στη διάθεσή του ένδικο μέσο βάση του οποίου θα μπορούσε να καταγγείλει το μέτρο, το οποίο όμως δεν το χρησιμοποίησε.

Η καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 ήταν προδήλως αβάσιμη και απορρίφθηκε. Η καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 απορρίφθηκε λόγω μη  εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων.

Άρθρο 1 του 7ου Πρωτοκόλλου

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι σύμφωνα με το άρθρο 85§5 του Διατάγματος με αρ. 194/2002 σχετικά με το καθεστώς των αλλοδαπών στη Ρουμανία, όπως ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο, τα δεδομένα και οι πληροφορίες, μαζί με τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίστηκε η απόφαση των δικαστών, δεν μπορούσαν να αναφερθούν στην απόφαση. Οι ισχύουσες διατάξεις απαγόρευαν την αποκάλυψη πληροφοριών που χαρακτηρίζονται ως απόρρητες σε άτομα που δε διαθέτουν πιστοποιητικό που τους επιτρέπει να έχουν πρόσβαση σε έγγραφα αυτού του είδους. Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, όπως σημείωσε το Ανώτατο Δικαστήριο, ο προσφεύγων δεν είχε το δικαίωμα να συμβουλευτεί τα έγγραφα που βρίσκονταν στη δικογραφία της υπόθεσης τα οποία είχαν χαρακτηριστεί ως απόρρητα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα έναν ουσιαστικό περιορισμό των δικαιώματος του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 1 του 7ου  Πρωτοκόλλου. Το Δικαστήριο έπρεπε επομένως να εκτιμήσει την αναγκαιότητα των περιορισμών που επιβάλλονται στα διαδικαστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος και τα μέτρα που έλαβαν οι εθνικές αρχές για να αντισταθμίσουν αυτούς τους περιορισμούς.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν κρίνει εξαρχής ότι ο προσφεύγων δεν είχε δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο της δικογραφίας της υπόθεσης, χωρίς να έχουν εξετάσει την ανάγκη περιορισμού των διαδικαστικών του δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων κλήθηκε να εμφανιστεί στη διαδικασία και η αίτηση στην οποία βασίστηκε η διαδικασία είχε επισυναφθεί στην κλήση. Μόνο οι νομικές διατάξεις οι οποίες, σύμφωνα με την εισαγγελία, διέπουν τη φερόμενη συμπεριφορά του προσφεύγοντος αναφέρονταν στο έγγραφο αυτό, χωρίς καμία αναφορά για την ίδια τη συμπεριφορά. Η απόφαση του Εφετείου είχε αναπαράγει τις διατάξεις του νόμου 51/1991 που θεωρούνταν σχετικές, περιορίζοντας έτσι το νομικό πλαίσιο των κατηγοριών εναντίον του προσφεύγοντος, δηλαδή τη πρόθεση να διαπράξει τρομοκρατικές πράξεις και να βοηθήσει και να υπονομεύσει τέτοιες πράξεις με οποιοδήποτε τρόπο. Καμία πρόσθετη πληροφορία δεν είχε παρασχεθεί στον δικηγόρο του προσφεύγοντος .

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ο προσφεύγων είχε λάβει πολύ γενικές πληροφορίες σχετικά με το νομικό χαρακτηρισμό των κατηγοριών εναντίον του, ενώ καμία συγκεκριμένη ενέργεια από την πλευρά του δεν φαινόταν ικανή να αποτελέσει απειλή για την εθνική ασφάλεια όπως προέκυπτε από τον φάκελο.

Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων είχε εκπροσωπηθεί ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου από δικηγόρο της επιλογής του, ο οποίος δε  μπόρεσε να έχει πρόσβαση στα απόρρητα έγγραφα στο φάκελο της υπόθεσης. Δεδομένου των πολύ περιορισμένων και γενικών πληροφοριών οι οποίες ήταν διαθέσιμες στον προσφεύγοντα, μπορούσε να βασίσει την υπεράσπισή του μόνο σε υποθέσεις, χωρίς να μπορεί να αμφισβητήσει συγκεκριμένα την συμπεριφορά που έθετε σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Η εισαγγελία είχε παρουσιάσει ένα απόρρητο έγγραφο ενώπιον του Εφετείου. Τόσο το εν λόγω δικαστήριο όσο και το Ανώτατο Δικαστήριο δήλωσαν ότι είχαν στηρίξει τις αποφάσεις τους στο εν λόγω έγγραφο αλλά παρόλα αυτά είχαν δώσει πολύ γενικές απαντήσεις στη απόρριψη των ισχυρισμών του προσφεύγοντος ότι δεν ενήργησε σε βάρος της εθνικής ασφάλειας. Με άλλα λόγια,  δεν υπήρχε  στον φάκελο κάτι που να υποδηλώνει ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν πράγματι επαληθεύσει την αξιοπιστία και την ακρίβεια των πληροφοριών που υπέβαλε η εισαγγελία.

Επομένως, το Δικαστήριο έκρινε ότι είχαν επιβληθεί ουσιαστικοί περιορισμοί στα διαδικαστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος χωρίς να χρειάζεται να έχουν εξεταστεί και αιτιολογηθεί δεόντως οι περιορισμοί αυτοί ενώπιον ανεξάρτητης αρχής σε εθνικό επίπεδο. Ο προσφεύγων δεν είχε λάβει καμία πληροφόρηση σχετικά με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά εκ μέρους του η οποία ήταν ικανή να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια ή για τα βασικά στάδια της διαδικασίας. Όσον αφορά την έκταση του ελέγχου που διενεργήθηκε, το Δικαστήριο έκρινε ότι το απλό γεγονός ότι η απόφαση απέλασης είχε ληφθεί από ανεξάρτητο δικαστικό σώμα σε υψηλό επίπεδο δεν αρκούσε για να αντισταθμίσει τους περιορισμούς που είχαν υποβληθεί στον προσφεύγοντα  κατά την άσκηση των διαδικαστικών του δικαιωμάτων.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στην απόλαυση των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 1 του 7ου Πρωτοκόλλου δεν είχαν αντισταθμιστεί στις εσωτερικές διαδικασίες ώστε να διατηρηθεί η ίδια η ουσία αυτών των δικαιωμάτων. Υπήρξε επομένως παραβίαση του άρθρου 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.

Άρθρο 8

Λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματά του βάσει του άρθρου 1 του 7ου Πρωτοκόλλου, το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν περιττή Η εξέταση της καταγγελίας σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41): Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρουμανία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.300 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

Μειοψηφούσα γνώμη

Ο δικαστής Motoc εξέφρασε χωριστή γνώμη η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση. (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες