Η μη εξέταση αιτημάτων ασύλου και η επαναπροώθηση των αλλοδαπών παραβίασε την ΕΣΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Μ.Κ. κ.α. κατά Πολωνίας της 23.07.2020 (αρ. προσφ.  40503/17, 42902/17 και 43643/17)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Μη εξέταση αιτημάτων διεθνούς προστασίας και ΕΣΔΑ.

Επανειλημμένη άρνηση Πολωνών συνοριοφυλάκων στα σύνορα με τη Λευκορωσία να δεχτούν τους προσφεύγοντες, οι οποίοι είχαν έρθει από την Τσετσενία και ζητούσαν διεθνή προστασία.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες είχαν επανειλημμένα φτάσει στα σύνορα μεταξύ Πολωνίας και Λευκορωσίας και ζήτησαν διεθνή προστασία.

Αντ’ αυτού, οι συνοριοφύλακες τους προωθούσαν συστηματικά στη Λευκορωσία, χωρίς την κατάλληλη εξέταση των αιτημάτων τους. Επιπλέον, η Κυβέρνηση είχε αγνοήσει τα προσωρινά μέτρα που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για να αποτρέψει την απομάκρυνση των προσφευγόντων, οι οποίοι είχαν υποστηρίξει ότι βρίσκονταν σε πραγματικό κίνδυνο αλυσιδωτής επαναπροώθησης και μεταχείρισης που αντιβαίνει στη Σύμβαση.

Η Πολωνία είχε επιδείξει μια συνεπή πρακτική επιστροφής ανθρώπων στη Λευκορωσία σε τέτοιες περιπτώσεις, μια πολιτική που ισοδυναμούσε με συλλογική απέλαση. Δεδομένης της άρνησης των αρχών να εφαρμόσουν τα προσωρινά μέτρα του Δικαστηρίου, η Πολωνία δεν είχε επίσης εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της  βάσει της Σύμβασης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε: Παραβίαση του άρθρου 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) της ΕΣΔΑ. Παραβίαση του άρθρου 4 του 4ου Πρωτοκόλλου (απαγόρευση συλλογικής απέλασης αλλοδαπών) της ΕΣΔΑ. Παραβίαση του άρθρου 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής), σε συνδυασμό με το άρθρο 3 και άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου. Επίσης, το Στρασβούργο έκρινε ομόφωνα ότι η Πολωνία δε συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 34 (δικαίωμα σε ατομική αναφορά) της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3

Άρθρο 13

Άρθρο 34

Άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Μ.Κ. κατά Πολωνίας (αριθ. προσφ. 40503/17)

Ο προσφεύγων M.K., είναι Ρώσος υπήκοος. Μεταξύ Ιουλίου 2016 και Ιουνίου 2017 ταξίδεψε προς τα σύνορα μεταξύ Πολωνίας και Λευκορωσίας και πιο συγκεκριμένα στο  Terespol περίπου 30 φορές. Κάθε φορά ενημέρωνε τους πολωνούς συνοριοφύλακες ότι κατάγονταν από τη Τσετσενία και εξέφρασε φόβους για την ασφάλειά του σε αυτήν την περιοχή της Ρωσίας, δηλώνοντας ρητά ότι ήθελε να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας. Έφερε πολλές φορές μαζί του γραπτή αίτηση.

Ενημέρωσε τους φρουρούς ότι είχε κρατηθεί πολλές φορές στην Τσετσενία χωρίς κάποια νομική βάση και είχε συλληφθεί και κακομεταχειριστεί. Η βίζα του στη Λευκορωσία είχε λήξει, δεν μπορούσε να παραμείνει στη χώρα αυτή και στην πράξη ήταν αδύνατο να λάβει εκεί διεθνή προστασία.

Οι συνοριοφύλακες απομάκρυναν τον προσφεύγοντα κάθε φορά βάσει διοικητικών αποφάσεων ότι  δεν είχε άδεια να εισέλθει στην Πολωνία και δεν είχε δηλώσει ότι κινδύνευε να υποστεί  δίωξη στη χώρα καταγωγής του, αλλά ότι στην πραγματικότητα προσπαθούσε να μεταναστεύσει για οικονομικούς ή προσωπικούς λόγους. Κατέθεσε προσφυγή κατά των αποφάσεων αυτών, η οποία έγινε δεκτή από τον  επικεφαλής της Εθνικής Συνοριακής Φρουράς. Εκκρεμεί η έφεση κατά της τελευταίας αυτής απόφασης.

Στις 8 Ιουνίου 2017, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μετά από αίτημα του νόμιμου εκπροσώπου του προσφεύγοντος, εξέδωσε προσωρινό μέτρο συστήνοντας στην Πολωνική κυβέρνηση σύμφωνα με το άρθρο 39 του Κανονισμού του Δικαστηρίου να μην απελάσει τον προσφεύγοντα στη Λευκορωσία, ωστόσο, ο ίδιος επεστράφη την ίδια ημέρα. Ο προσφεύγων κατέφτασε αρκετές φορές στα σύνορα και, παρά το προσωρινό μέτρο, κάθε φορά τον απομάκρυναν.

Σε μια τουλάχιστον περίπτωση που πήγε στα σύνορα ο νόμιμος εκπρόσωπός του έστειλε αντίγραφα του αιτήματος διεθνούς προστασίας μέσω e-mail, φαξ και μέσω δημόσιας πλατφόρμας στους συνοριοφύλακες στο Terespol και στα κεντρικά γραφεία της συνοριακής φρουράς στη Βαρσοβία. Ο δικηγόρος ενημέρωσε επίσης το τμήμα του Υπουργείου Εξωτερικών αρμόδιο για διαδικασίες ενώπιον διεθνών οργανισμών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και αναφέρθηκε στο προσωρινό μέτρο.

Το Δικαστήριο απέρριψε δύο φορές ένα κυβερνητικό αίτημα για τερματισμό του προσωρινού μέτρου. Ο προσφεύγων τελικά έφυγε από τη Λευκορωσία λόγω φόβων απέλασης στην Τσετσενία.

M.A. κ.α. κατά Πολωνίας, (αρ. προσφ. 42902/17)

Οι προσφεύγοντες είναι οι M.A. και M.A. και τα πέντε παιδιά τους, τα οποία είναι ανήλικα. Είναι όλοι Ρώσοι υπήκοοι.

Οι προσφεύγοντες ταξίδεψαν έως τα σύνορα στο Terespol δύο φορές τον Απρίλιο του 2017, όπου εξέφρασαν την επιθυμία για διεθνή προστασία λόγω φόβων για την ασφάλειά τους στην Τσετσενία. Και τις δύο φορές απομακρύνθηκαν μετά από έκδοση διοικητικών αποφάσεων λόγω απουσίας οποιασδήποτε άδειας για είσοδο στην Πολωνία και επειδή δεν είχαν δηλώσει ότι διατρέχουν κίνδυνο διώξεων στην πατρίδα τους. Οι επίσημες σημειώσεις των συνοριοφυλάκων υπογράμμιζαν ότι επιδιώκουν να μεταναστεύσουν για οικονομικούς ή προσωπικούς λόγους.

Τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2017 ζήτησαν προστασία από τη Λιθουανία, μια κατάσταση η οποία αποτέλεσε αντικείμενο  χωριστής απόφασης του ΕΔΔΑ στα τέλη του 2018 (M.A. κ.α. κατά Λιθουανίας).

Στις 16 Ιουνίου 2017 πήγαν ξανά στα σύνορα Πολωνίας-Λευκορωσίας, όταν ο δικηγόρος τους ζήτησε από το Δικαστήριο την εφαρμογή του προσωρινού μέτρου. Το Δικαστήριο εφάρμοσε τον κανόνα 39 και πρότεινε στην Πολωνική κυβέρνηση οι προσφεύγοντες να μη μεταφερθούν στη Λευκορωσία, ωστόσο, οι ίδιοι επεστράφησαν την ίδια ημέρα.

Αρκετές μέρες αργότερα επέστρεψαν στα σύνορα με μια επιστολή στην οποία ζητούσαν διεθνή προστασία και ένα αντίγραφο της επιστολής σχετικά με το προσωρινό μέτρο, αλλά επεστράφησαν και πάλι. Ο δικηγόρος  τους έστειλε επίσης ένα αντίγραφο της αίτησης προστασίας του πρώτου προσφεύγοντος στους συνοριοφύλακες και στο Υπουργείο Εξωτερικών.

Οι προσφεύγοντες κατέβαλαν περαιτέρω ανεπιτυχείς προσπάθειες για να γίνουν δεκτοί στην Πολωνία μεταξύ Αυγούστου και Δεκεμβρίου 2017. Ο πρώτος προσφεύγων πήγε στη συνέχεια σε αστυνομικό τμήμα στο Brest της Λευκορωσίας μετά από κλήσεις της αστυνομίας στην Τσετσενία. Όλη η οικογένεια άφησε τη Λευκορωσία και πήγε στο Σμολένσκ στη Ρωσία, όπου ο πρώτος προσφεύγων τέθηκε υπό κράτηση και μεταφέρθηκε αργότερα στην Τσετσενία.

Η δεύτερη προσφεύγουσα επέστρεψε στη Λευκορωσία με τα παιδιά και τον Ιανουάριο του 2018 υπέβαλε ξανά αίτηση προστασίας στην Πολωνία, η οποία αυτή τη φορά έγινε δεκτή  σε κέντρο υποδοχής προσφύγων. Ο πρώτος προσφεύγων  επεστράφη στην Τσετσενία, υποβάλλοντας σοβαρούς ισχυρισμούς για κακομεταχείριση. Ταξίδεψε πίσω στο Terespol και τελικά έγινε δεκτός στο ίδιο κέντρο υποδοχής προσφύγων με την υπόλοιπη οικογένεια.

Η οικογένεια ταξίδεψε στη Γερμανία τον Μάιο του 2018, όπου οι αρχές υπέβαλαν αιτήματα για να μεταφερθούν πίσω στην Πολωνία, αν και αυτό δεν συνέβη μέχρι σήμερα. Μετά την  εισδοχή τους στην Πολωνία και την εν συνεχεία εγκατάλειψη της χώρας, το Δικαστήριο αποφάσισε να άρει το προσωρινό μέτρο στην περίπτωσή τους.

Μ.Κ. κ.α. κατά Πολωνίας (αρ. προσφ. 43643/17)

Οι προσφεύγοντες είναι ο M.K. και η κα Z.T. και τα τρία παιδιά τους, οι οποίοι είναι ανήλικοι. Είναι όλοι Ρώσοι υπήκοοι.

Μεταξύ Σεπτεμβρίου 2016 και Ιουλίου 2017 ταξίδεψαν δώδεκα φορές στα σύνορα Terespol, όπου εξέφρασαν την επιθυμία να υποβάλουν αίτηση για διεθνή προστασία γιατί φοβήθηκαν για την ασφάλειά τους στη Τσετσενία. Απομακρύνθηκαν μετά την έκδοση διοικητικών αποφάσεων καθώς δεν είχαν  άδεια εισόδου στην Πολωνία και δεν είχαν δηλώσει ότι κινδύνευαν να διωχθούν στη χώρα τους. Οι λόγοι που εισήλθαν στην Πολωνία ήταν οικονομικοί ή προσωπικοί, σύμφωνα με τους συνοριοφύλακες.

Άσκησαν προσφυγή τουλάχιστον μία φορά, αλλά ανεπιτυχώς. Μια ακόμη προσφυγή εκκρεμεί ακόμη επί της απόφασης. Στις 20 Ιουνίου 2017 οι προσφεύγοντες κατέφτασαν ξανά στα σύνορα, όταν ο εκπρόσωπός τους υπέβαλε αίτημα σύμφωνα με το άρθρο 39 του Κανονισμού για προσωρινό μέτρο που εμποδίζει την επιστροφή τους στη Λευκορωσία. Το μέτρο  έγινε δεκτό, αλλά οι προσφεύγοντες δεν είχαν ωστόσο πρόσβαση στην Πολωνία την ίδια ημέρα.

Μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου 2017, οι προσφεύγοντες επέστρεψαν τουλάχιστον 7 φορές στα σύνορα, αλλά απομακρύνθηκαν κάθε φορά. Υποστήριξαν ότι είχαν μαζί τους έγγραφα αναφορικά με το προσωρινό μέτρο του Δικαστηρίου και τις γραπτές αιτήσεις διεθνούς προστασίας.

Οι προσφεύγοντες έφυγαν από τη Λευκορωσία σε μια απροσδιόριστη ημερομηνία για να αποφύγουν την απέλαση. Παρέμεναν  κρυμμένοι λόγω του φόβου ότι θα εντοπιστούν από τις τσετσενικές αρχές. Το Δικαστήριο απέρριψε αιτήματα της Κυβέρνησης να άρει το προσωρινό μέτρο.

Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας) της άρνησης πρόσβασης σε διαδικασίες ασύλου και της έκθεσης σε κίνδυνο μεταχείρισης στην Τσετσενία αντίθετη με τη Σύμβαση.

Παραπονέθηκαν επίσης ότι είχαν υποστεί συλλογική απέλαση, σε αντίθεση με το άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου  (απαγόρευση συλλογικής απέλασης αλλοδαπών) στη Σύμβαση και σύμφωνα με το άρθρο 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο) ότι δεν είχαν κανένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο  βάσει της Πολωνικής νομοθεσίας βάση του οποίου θα υπέβαλλαν τις καταγγελίες τους σύμφωνα με το άρθρο 3 και το άρθρο 4 του 4ου πρωτοκόλλου.

Επιπλέον, διαμαρτυρήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 34 (δικαίωμα σε ατομική αναφορά) της Σύμβασης ότι η πολωνική κυβέρνηση δεν συμμορφώθηκε με τα προσωρινά μέτρα του Δικαστηρίου.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 3

Συνενώνοντας τις υποθέσεις των προσφευγόντων λόγω της ομοιότητάς τους, το Δικαστήριο σημείωσε τη θεμελιώδης σημασία της απαγόρευσης της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης στο άρθρο 3 της σύμβασης.

Επιπλέον, το ίδιο το Δικαστήριο δεν εξέτασε τις αιτήσεις ασύλου, αλλά αξιολόγησε την ύπαρξη αποτελεσματικών εγγυήσεων για την προστασία των προσφευγόντων  από την αυθαίρετη επαναπροώθηση. Εάν ένα Συμβαλλόμενο Κράτος αποφασίσει να απομακρύνει έναν αιτούντα άσυλο σε μια τρίτη χώρα χωρίς να εξετάσει μια αξίωση ασύλου επί της ουσίας, έπρεπε να επανεξετάσει εάν το άτομο θα είχε πρόσβαση σε κατάλληλο σύστημα ασύλου στη χώρα αυτή.

Το Δικαστήριο επισήμανε αρχικά ότι η Κυβέρνηση αμφισβήτησε το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι  στην πραγματικότητα εξέφρασαν την επιθυμία να υποβάλουν αιτήσεις διεθνούς προστασίας ή είχαν εκφράσει οποιοδήποτε φόβο για τη δική τους ασφάλεια στις πολυάριθμες διελεύσεις  συνόρων.

Ωστόσο, το Δικαστήριο πίστεψε στις δηλώσεις των προσφευγόντων, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από μαρτυρίες οι οποίες συλλέχθηκαν από άλλους μάρτυρες μέσω εθνικών οργανισμών ανθρωπίνων δικαιωμάτων,  ιδίως μέσω του Συνηγόρου του Πολίτη και του Συνηγόρου προστασίας των παιδιών. Οι εκθέσεις αυτών των φορέων έδειξαν τη συστηματική πρακτική των Πολωνών συνοριοφυλάκων να παρερμηνεύουν τις δηλώσεις αιτούντων άσυλο στις επίσημες εξηγήσεις τους. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε επίσης την ύπαρξη παρατυπιών κατά την ανάκριση αλλοδαπών στα σύνορα.

Η εκδοχή των προσφευγόντων υποστηρίχθηκε επίσης από έγγραφα που είχαν προσκομίσει στο Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ιδίως αντίγραφα των αιτήσεων διεθνούς προστασίας που μετέφεραν μαζί τους στα σύνορα. Το Δικαστήριο δεν έκρινε αξιόπιστο τον ισχυρισμό ότι δεν παρέδωσαν τα  έγγραφα στους συνοριοφύλακες, οι οποίο θα αποφάσιζαν για την είσοδό τους στην Πολωνία ή την επιστροφή τους στη Λευκορωσία.

Σε κάθε περίπτωση, τα αιτήματα των προσφευγόντων για διεθνή προστασία είχαν γνωστοποιηθεί στη Κυβέρνηση όταν είχαν ζητήσει την έκδοση προσωρινών μέτρων. Το ίδιο το Δικαστήριο είχε επίσης ενημερώσει το κράτος, ότι οι προσφεύγοντες είχαν υποβάλει αιτήσεις διεθνούς προστασίας.

Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να δεχτεί το επιχείρημα της Πολωνικής κυβέρνησης ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν παρουσιάσει οποιαδήποτε απόδειξη ότι κινδύνευαν να υποβληθούν σε μεταχείριση αντίθετη με το άρθρο 3. Είχαν εγείρει επίσης επιχειρήματα για το γιατί θεωρούσαν ότι η Λευκορωσία δεν ήταν ασφαλής τρίτη χώρα και ότι θα αντιμετώπιζαν κίνδυνο «αλυσιδωτής επαναπροώθησης» εκεί. Τα επιχειρήματα αυτά τεκμηριώθηκαν από επίσημες  στατιστικές, οι οποίες έδειξαν ότι η διαδικασία ασύλου στη Λευκορωσία δεν ήταν αποτελεσματική για τους Ρώσους πολίτες.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες είχαν προβάλει ισχυρισμό ότι οι αιτήσεις ασύλου τους δεν θα εξετάζονταν σοβαρά από τις αρχές της Λευκορωσίας και ότι η επιστροφή τους στην Τσετσενία θα παραβίαζε το άρθρο 3. Οι Πολωνικές αρχές θα έπρεπε να έχουν πραγματοποιήσει αξιολόγηση αυτών των ισχυρισμών σε σχέση με  τις διαδικαστικές υποχρεώσεις του άρθρου 3. Η Πολωνία είχε επίσης την υποχρέωση να  διασφαλίσει την ασφάλεια των προσφευγόντων ιδίως επιτρέποντάς τους να παραμείνουν στην επικράτειά της, έως ότου εξεταστούν τα αιτήματά τους από τις εγχώριες αρχές.

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ένα κράτος δεν μπορούσε να αρνηθεί την πρόσβαση στην επικράτειά του σε άτομα που ισχυρίζονταν ότι θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν κακομεταχείριση εάν παρέμεναν σε γειτονικό κράτος, εκτός εάν είχαν ληφθεί επαρκή μέτρα για την εξάλειψη αυτού του κινδύνου.

Η κυβέρνηση είχε υποστηρίξει ότι είχε ενεργήσει σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν είχε αρνηθεί την είσοδο των προσφευγόντων. Το Δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι η αρχή της μη επαναπροώθησης υπαγόταν επίσης στο δίκαιο της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του Συνοριακού κώδικα του Σένγκεν. Το κράτος θα μπορούσε επομένως να πληροί τις απαιτήσεις του Κώδικα εάν είχε αποδεχτεί τις αιτήσεις προστασίας τους και δεν τους είχε επιστρέψει στη Λευκορωσία.

Επιπλέον, η εμπειρία του προσφεύγοντος στην πρώτη προσφυγή υπογράμμισε τον πραγματικό κίνδυνο κακομεταχείρισης: είχε επιστρέψει στη Ρωσία, όπου ισχυρίστηκε ότι είχε συλληφθεί και βασανιστεί.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το γεγονός ότι οι αρχές παρέλειψαν να εξετάσουν τα αιτήματα των προσφευγόντων, όταν είχαν παρουσιαστεί στα Πολωνικά σύνορα είχαν οδηγήσει σε παραβίαση του άρθρου 3. Δεδομένης της κατάστασης στη Λευκορωσία, οι πολωνικές αρχές τους είχαν υποβάλει σε κίνδυνο  αλυσιδωτής επαναπροώθησης και μεταχείρισης που απαγορεύονταν από τη  Σύμβαση χωρίς να τους επιτρέπεται να παραμείνουν στην πολωνική επικράτεια ενώ εξετάζονταν οι αιτήσεις τους.

Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3.

Άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου

Το Δικαστήριο αποφάσισε αρχικά ότι οι προσφεύγοντες είχαν απελαθεί, κατά την έννοια της Σύμβασης.

Το ερώτημα ήταν αν η απέλαση ήταν συλλογική.

Η κυβέρνηση είχε δηλώσει ότι οι προσφεύγοντες είχαν δώσει συνέντευξη και τους εκδόθηκαν ατομικές αποφάσεις. Ωστόσο, το Δικαστήριο  σημείωσε τα πορίσματά του σχετικά με τον τρόπο που οι συνοριοφύλακες αγνόησαν τις  δηλώσεις των προσφευγόντων σχετικά με τη διεθνή προστασία και διαπίστωσαν ότι οι μεμονωμένες αποφάσεις δεν αντικατόπτριζαν σωστά τους λόγους των προσφευγόντων  για τους φόβους τους για δίωξη.

Επιπλέον, δεν μπόρεσαν να συμβουλευτούν δικηγόρους και τους είχε απαγορευτεί η πρόσβαση σε αυτούς στα σύνορα.  Ανεξάρτητες εκθέσεις αναφορικά με την κατάσταση στα σύνορα έδειξαν ότι οι υποθέσεις των προσφευγόντων ανέδειξαν την ύπαρξη πολιτικής άρνησης πρόσβασης σε αλλοδαπούς που προέρχονται από τη Λευκορωσία, είτε είναι οικονομικοί  μετανάστες ή άτομα που είχαν εκφράσει φόβο δίωξης στις χώρες καταγωγής τους.

Αυτές οι εκθέσεις σημείωσαν μια πρακτική πολύ σύντομων συνεντεύξεων, που αγνοούσαν τις εξηγήσεις των αιτούντων  διεθνούς προστασίας, έδιναν έμφαση σε επιχειρήματα που τους επέτρεπαν να τους αξιολογήσουν ως οικονομικούς μετανάστες και με παρερμηνείες των δηλώσεων των αλλοδαπών.

Η ύπαρξη μιας ευρύτερης κρατικής πολιτικής της άρνησης ελέγχου των αιτημάτων των αιτούντων  προστασίας και η επιστροφή τους στη Λευκορωσία υποστηρίχθηκε από δήλωση του τότε υπουργού Εσωτερικών και διοίκησης, ο οποίος είχε εκφράσει την αντίθεσή του στην υποδοχή μεταναστών από την Τσετσενία.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις στις υποθέσεις των προσφευγόντων ελήφθησαν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ατομικές τους καταστάσεις και αποτελούσαν μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής. Οι αποφάσεις αυτές είχαν ανέλθει σε συλλογική απέλαση αλλοδαπών, κατά παράβαση του άρθρου 4 του 4ου  πρωτοκόλλου.

Άρθρο 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 και το άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου

Το Δικαστήριο, υπογραμμίζοντας τα πορίσματά του μέχρι στιγμής στην υπόθεση, διαπίστωσε ότι οι καταγγελίες των προσφευγόντων ήταν αμφισβητήσιμες σύμφωνα με τους σκοπούς του άρθρου 13.

Έκρινε επίσης ότι οι προσφεύγοντες ήταν αιτούντες άσυλο και ότι η ένσταση κατά της άρνησης υποδοχής τους στην Πολωνία, η οποία δεν είχε αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα, όπως στην περίπτωσή τους, και η οποία δε θα μπορούσε να τους εμποδίσει να επιστρέψουν στη Λευκορωσία, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αποτελεσματικό ένδικο μέσο.

Ούτε η Κυβέρνηση επισήμανε άλλα ένδικα μέσα που πληρούσαν τις απαιτήσεις της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης, το οποίο ελήφθη υπόψη σε συνδυασμό με το άρθρο 3 και το άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου.

Άρθρο 34

Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι η κυβέρνηση δεν συμμορφώθηκε με τα προσωρινά μέτρα.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα προσωρινά μέτρα περιλάμβαναν οδηγίες στις αρχές να απέχουν από την επιστροφή των προσφευγόντων στη Λευκορωσία. Στην πρώτη και δεύτερη προσφυγή είχε επίσης δηλώσει ότι τα μέτρα θα πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι θα έπρεπε οι αιτήσεις ασύλου να παραληφθούν από την Διασυνοριακή Πολιτοφυλακή και να προωθηθούν στον κατάλληλο φορέα για έλεγχο.

Η κυβέρνηση αμφισβήτησε συνεχώς τη δυνατότητα συμμόρφωσης με το προσωρινό μέτρο  με το σκεπτικό ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν γίνει πραγματικά δεκτοί στην Πολωνία και επομένως δεν μπορούσαν να απελαθούν. Η κυβέρνηση συνέχισε να βασίζεται στα επιχειρήματά της εναντίον των μέτρων  ακόμη και αφού το Δικαστήριο τα είχε απορρίψει απορρίπτοντας τα αιτήματά τους για άρση τους.

Επιπλέον, η Κυβέρνηση δεν είχε ακόμη συμμορφωθεί με τα μέτρα αναφορικά με τον πρώτο και τρίτο προσφεύγοντα και είχε υλοποιήσει τα μέτρα αναφορικά με τον δεύτερο μετά από μεγάλη καθυστέρηση. Οι προσφεύγοντες  είχαν έτσι τεθεί σε κίνδυνο μεταχείρισης που είχαν σκοπό να αποτρέψουν τα μέτρα.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Πολωνία παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 34.

Έκρινε, επίσης, ότι τα προσωρινά μέτρα στην πρώτη και τρίτη προσφυγή έπρεπε να παραμείνουν σε ισχύ μέχρι να καταστεί οριστική η απόφαση  στις υποθέσεις των προσφευγόντων  ή το Δικαστήριο λάβει νέα απόφαση.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε, με έξι ψήφους έναντι ενός, ότι η Πολωνία έπρεπε να καταβάλλει:  στον προσφεύγοντα στην προσφυγή αρ. 40503/17: 34.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 140 ευρώ για έξοδα και δαπάνες. Στους προσφεύγοντες στην προσφυγή αρ. 42902/17: 34.000 ευρώ από κοινού για ηθική βλάβη  και 39 ευρώ για έξοδα και δαπάνες και στους προσφεύγοντες στην προσφυγή αρ. 43643/17: 34.000 ευρώ από κοινού για ηθική βλάβη  και 140 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

Μειοψηφούσες απόψεις

Ο δικαστής Eicke εξέφρασε αντίθετη γνώμη σχετικά με το ζήτημα της δίκαιης ικανοποίησης. Η γνώμη επισυνάπτεται στην απόφαση.

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες